Αυξήσεις στις συντάξεις από 1η Ιανουαρίου του 2023 προανήγγειλε ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης.
Ερωτηθείς σε συνέντευξη στον ΣΚΑΪ 100,3 για το πού θα κυμαίνεται η αύξηση στον κατώτατο μισθό ανέφερε ότι αναμένει την εισήγηση των εμπειρογνωμόνων και του ΚΕΠΕ προκείμενου στη συνεχεία να κάνει την εισήγησή του στο υπουργικό την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου. Πρόσθεσε ότι έως σήμερα θα κατατεθεί στη Βουλή η τροπολογία με τις ρυθμίσεις που αφορούν την επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης των συντάξεων.
Εξήγησε ότι η πρώτη ρύθμιση έχει να κάνει με συντάξεις «fast track» ενώ η δεύτερη, η «σύνταξη εμπιστοσύνης» αφορά στο στοκ των εκκρεμών συντάξεων.
Έκανε γνωστό ότι από τις 130.000 εκκρεμείς συντάξεις, αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 75.000 εκκρεμείς συντάξεις, εκ των οποίων οι 60.000 αφορούν τα έτη 2021 και 2022.
Υπενθυμίζεται ότι μιλώντας στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε στην πρώτη ρύθμιση που έχει να κάνει με συντάξεις «fast track». «Ο ΕΦΚΑ θα είναι υποχρεωμένος να εκδίδει τη σύνταξη σε τρεις μήνες» σημείωσε ο κ. Χατζηδάκης, διευκρινίζοντας ότι, εάν ο ΕΦΚΑ δεν εκδώσει τη σύνταξη εντός αυτού του χρονικού διαστήματος, τότε θα βασίζεται στα στοιχεία που διαθέτει το ηλεκτρονικό σύστημα «ΑΤΛΑΣ» για το ασφαλιστικό ιστορικό κάθε ασφαλισμένου και σε δικαιολογητικά που θα προσκομίζει αμέσως μετά ο ασφαλισμένος και τα οποία θα λαμβάνει ως δεδομένα, προκειμένου να εκδώσει τη σύνταξη.
«Πρόκειται για μία καινοτομία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης συνολικά, όχι μόνο του ΕΦΚΑ» υπογράμμισε ο υπουργός Εργασίας και τόνισε ότι, με αυτόν τον τρόπο, η σύνταξη θα εκδίδεται σε χρόνο ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα.
Σχετικά με τη δεύτερη ρύθμιση -τη «σύνταξη εμπιστοσύνης» εξήγησε ότι στην περίπτωση αυτή οι υπηρεσίες του ΕΦΚΑ θα στηρίζονται στα στοιχεία που έχει καταχωρήσει στην αίτησή του ο ασφαλισμένος για την έκδοση της σύνταξης. Ο ασφαλισμένος θα λαμβάνει τη σύνταξη και θα κρατά τα παραστατικά, που έχει καταθέσει, καθώς ο ΕΦΚΑ θα διενεργεί εκ των υστέρων ελέγχους, για να διαπιστώσει, εάν τα στοιχεία που έχει δηλώσει ο ασφαλισμένος είναι σωστά και να προχωρήσει στις απαραίτητες αναπροσαρμογές του ποσού της σύνταξης, εάν είναι απαραίτητο.