Η ανακάλυψη έγινε στις 17 Δεκεμβρίου στο κέντρο της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης Βέροιας, πολύ κοντά στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο του Αγίου Παταπίου, σε σωστική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας σε ένα από τα ελάχιστα μη ανοικοδομημένα οικόπεδα της πόλης.
Πρόκειται για ένα μαρμάρινο άγαλμα με ύψος σχεδόν ένα μέτρο (περίπου 3/5 του φυσικού), που χρονολογείται στους αυτοκρατορικούς χρόνους, όταν η Βέροια, ως έδρα του Κοινού των Μακεδόνων και νεωκόρος της αυτοκρατορικής λατρείας, ήταν η πρώτη πόλη της Μακεδονίας, κέντρο των πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων στην περιοχή και συγχρόνως άξονας συνοχής και σημείο αναφοράς των αρχαίων μακεδονικών παραδόσεων.
Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, με ριγμένη στον αριστερό ώμο χλαμύδα να τυλίγεται γύρω από το χέρι του, ο γυμνός νεαρός με το αθλητικό κορμί αναδύεται από τον όγκο του μαρμάρου, ανακαλώντας κλασικά πρότυπα, εικόνες αγαλμάτων που σχετίζονται με τον Απόλλωνα ή τον Ερμή. Πρόκειται για έργο ενός ιδιαίτερα ικανού τεχνίτη, που ωστόσο είναι προφανές ότι δεν τελείωσε ποτέ. Για κάποιον λόγο, ο γλύπτης, μολονότι είχε προχωρήσει πολύ την επεξεργασία των κύριων όψεων, φθάνοντας σε σχεδόν τελικό στάδιο, άφησε την προσπάθεια ημιτελή.
Το γεγονός αυτό -συνεχίζει η ίδια ανακοίνωση- κάνει το μικρό άγαλμα ιδιαίτερα πολύτιμο για τη μελέτη όχι μόνο της τεχνοτροπίας, αλλά κυρίως των τεχνικών παραγωγής αυτών των έργων, πιστών αντιγράφων ή και πιο ελεύθερων επαναλήψεων διάσημων πρωτοτύπων, και μας βοηθά να προσεγγίσουμε από μια τελείως διαφορετική σκοπιά τη βεροιώτικη σχολή γλυπτικής, η οποία εμφανίζεται με ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά ήδη στα ελληνιστικά χρόνια και φθάνει στο απόγειό της την εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης, όταν βασίλευαν οι Αντωνίνοι και οι «Φιλαλέξανδροι» Σεβήροι (2ος-αρχές 3ου αι. μ.Χ.).