«Τα πράγματα στα σχολεία είναι οριακά και υγειονομικά και παιδαγωγικά» τόνισε με τη σειρά της η αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ, Στέλλα Μανουσογιωργάκη, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση, καθώς όπως είπε: «Όχι μόνο δεν προχώρησε στην αραίωση των τμημάτων που ζητάμε χρόνια και εμείς και οι γονείς και οι μαθητές, αντιθέτως αφού πέρσι νομοθέτησε την αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα στην πρωτοβάθμια, φέτος μέσα στον Οκτώβριο προχώρησε σε εκατοντάδες επικίνδυνες συμπτύξεις τμημάτων με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να έχουμε χιλιάδες τμήματα με 27, 28 μαθητές και μαθήτριες, σε αίθουσες 30 και 40 τετραγωνικών στην καλύτερη περίπτωση ή συχνά σε πολύ μικρότερες και μάλιστα, πολλές φορές, ακόμη και σε κοντέινερ».
Η αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ τόνισε ότι «τα αιτήματά τους και η σφοδρή αντίδρασή τους δεν είναι προϊόν ενός συγκυριακού συσχετισμού παρατάξεων και δυνάμεων που θέλουν να κάνουν αντιπολίτευση». Η συμμετοχή του κλάδου αποδεικνύει ότι είναι καθολικό αίτημα των εκπαιδευτικών, κάτι που, όπως σημείωσε, «αποδεικνύει ότι το υπουργείο Παιδείας δεν έχει την έγκριση και τη λαϊκή νομιμοποίηση για όσα κάνει, γιατί όταν λέμε για το 90% των εκπαιδευτικών, σημαίνει ότι ανεξαρτήτως πολιτικής, ιδεολογικής, κομματικής τοποθέτησής τους, διαφωνούν με την πολιτική του υπουργείου».
ΚΑΙ ΜΕ ΔΟΕ
Την ανάγκη λήψης μέτρων αραίωσης των τμημάτων και αλλαγής του πρωτοκόλλου του 50%+1 λόγω της έντονης διασποράς των κρουσμάτων στα σχολεία, υπογράμμισε κατά τη συνάντηση που είχε με το προεδρείο της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που έχει αναλάβει για συναντήσεις με φορείς για τη λήψη μέτρων ανάσχεσης της πανδημίας.
«Καταθέτουμε πρόταση για να είναι, εκτός από ανοιχτά, και ασφαλή τα σχολεία μας» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας, εκφράζοντας την ανησυχία του για το γεγονός ότι «πολύ μεγάλο μέρος της εξάπλωσης του ιού με βάση τα επίσημα στοιχεία προέρχεται από τους μαθητές», καθώς το 25% των κρουσμάτων αφορούν σε παιδιά. Ανέφερε, δε, πως με βάση τα επίσημα στοιχεία μόνο το Νοέμβριο είχαμε 45.000 κρούσματα σε μαθητές.
Όπως είπε, παρ’ όλο που η πλειονότητα των παιδιών δεν νοσεί βαριά ή είναι ασυμπτωματικά, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη διασπορά στην κοινότητα, διότι «τα παιδιά που είναι φορείς του ιού έρχονται στο σπίτι σε επαφή με παππούδες και γιαγιάδες».
Με δεδομένο ότι «όλοι θέλουμε να μείνουν ανοιχτά αλλά και ασφαλή τα σχολεία», όπως σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας, η πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προβλέπει το κλείσιμο ενός τμήματος στο πρώτο κρούσμα για 3 μόνο μέρες και την υποχρεωτική επανέναρξη των μαθημάτων έπειτα από 3 μέρες αφού πρώτα όλοι οι μαθητές έχουν υποβληθεί σε δωρεάν μοριακό τεστ «ώστε να σταματήσουμε την αλυσίδα της μεταδοτικότητας».
Παράλληλα, χαρακτήρισε «απαράδεκτο» το γεγονός ότι αυξάνονται οι μαθητές ανά τμήμα. «Είναι αδιανόητο στην καρδιά της πανδημικής κρίσης αντί να αραιώνουν τα τμήματα, να συγχωνεύονται, όπως έκαναν και πέρυσι» τόνισε, αποδίδοντας την επιλογή αυτή της κυβέρνησης σε «δημοσιονομικούς λόγους, μην τυχόν και προσληφθούν καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές ώστε να λειτουργήσουν με λιγότερους μαθητές τα τμήματα», ενώ θύμισε ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ «σε μία περίοδο που δεν υπήρχε πανδημία εμείς μειώσαμε τους μαθητές ανά τάξη για παιδαγωγικούς λόγους».
Κλείνοντας, ο κ. Τσίπρας έκανε ιδιαίτερη μνεία στην υπόθεση της Cisco, σημειώνοντας πως «σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν θα μπορούσε να σταθεί υπουργός Παιδείας εάν η Ανεξάρτητη Αρχή Προσωπικών Δεδομένων επιβεβαίωνε τις ανησυχίες ότι τα προσωπικά δεδομένα όλων των παιδιών και των οικογενειών τους τα δύο προηγούμενα χρόνια της τηλεκπαίδευσης αξιοποιήθηκαν παρανόμως από μία εταιρία, τη Cisco».
Τόνισε ότι είναι αδιανόητο το γεγονός ότι αυτά τα προσωπικά δεδομένα «παρανόμως συλλέχθηκαν, διαβιβάστηκαν στις ΗΠΑ και έγιναν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης», σημειώνοντας πως πλέον αυτό δεν αποτελεί καταγγελία ενός κόμματος της αντιπολίτευσης ή ενός συνδικαλιστικού φορέα αλλά της ίδιας της Ανεξάρτητης Αρχής. Στο πλαίσιο αυτό έκανε λόγο για «ζήτημα τόσο ηθικής τάξης όσο και ουσίας», αφού παραβιάστηκε η νομοθεσία και προσέθεσε πως «αυτό δεν μπορεί να περνά δίχως απαντήσεις».
Από την πλευρά του ο Θανάσης Κικινής, πρόεδρος της ΔΟΕ, ξεκίνησε αναφερόμενος στο «τεράστιο κτιριακό πρόβλημα το οποίο υπάρχει στις σχολικές μονάδες» και το οποίο αναδείχθηκε με την πανδημία. Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης, εξέφρασε την άποψη ότι «πολύ πριν συζητήσουμε για την ατομική αξιολόγηση, βλέπουμε ότι τα σχολεία μπαίνουν στον αστερισμό μιας λειτουργίας άλλου τύπου», ειδικά «αν το συνδυάσει κανείς και με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαμε στον τελευταίο νόμο του καλοκαιριού και που δίνουν τη δυνατότητα πλέον στις σχολικές μονάδες να αναζητήσουν πόρους εκτός κεντρικής χρηματοδότησης, όλοι φανταζόμαστε πού θα πάει αυτή η ιστορία». Μια τέτοια αντίληψη «δεν συνάδει με την προοπτική βελτίωσης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος», σχολίασε καταλήγοντας.