Βασική πηγή αβεβαιότητας είναι η εξέλιξη της πανδημίας, με το Γραφείο να υποστηρίζει ότι «οι επιδόσεις της χώρας μας σε όρους εμβολιασμών, κρουσμάτων και θανάτων -σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση- δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ικανοποιητικές».
Επίσης, αβεβαιότητα υπάρχει ως προς την ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, δεδομένου ότι η ζήτηση έχει επανέλθει σε μεγάλο βαθμό. Η προσφορά θα επανέλθει βραδύτερα, όπως συμβαίνει άλλωστε παγκοσμίως, με τις παρατηρούμενες αυξήσεις του κόστους ενέργειας.
Το Γραφείο επισημαίνει, μάλιστα, ότι θα πρέπει να παρακολουθούνται ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες (scarring) εξαιτίας της απαξίωσης κεφαλαιακού αποθέματος και εργασιακών δεξιοτήτων.
Μία ακόμη αβεβαιότητα αφορά την ανάκαμψη των φορολογικών εσόδων, καθώς επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα πρέπει να αντεπεξέλθουν στις συσσωρευμένες φορολογικές υποχρεώσεις των δύο τελευταίων ετών. Τέλος, συνεχίζει το Γραφείο, ενδεχόμενη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα ασκήσει πιέσεις για αντισταθμιστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Παράλληλα, σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο παρατεταμένος πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη απόσυρση των υφιστάμενων μέτρων επέκτασης νομισματικής πολιτικής και άρα σε άνοδο του κόστους δανεισμού, που θα επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό μεγέθυνσης.
ΤΑ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
Σχετικά με την πρόβλεψη του προσχεδίου προϋπολογισμού για ανάπτυξη 6,1% φέτος, το Γραφείο αναφέρει ότι τη θεωρεί εύλογη, ενώ για το 2022, για το οποίο η Κυβέρνηση προβλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 4,5%, επισημαίνει ότι θα εξαρτηθεί από δύο παράλληλες διαδικασίες, οι οποίες κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αφενός από την άρση των έκτακτων παρεμβάσεων και τη σταδιακή εξάντληση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων, που θα λειτουργήσουν αρνητικά, και από την άλλη την εξομάλυνση των υγειονομικών συνθηκών και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται να επιδράσουν θετικά.
Σε σχέση με τα δημοσιονομικά στοιχεία, το Γραφείο σημειώνει ότι η εικόνα είναι δυσμενής, οριακά χειρότερη από το 2020 και τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, με το πρωτογενές έλλειμμα να διαμορφώνεται σε 13,5 δισ. ευρώ ή 7,7% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.
Για το 2022 προβλέπεται περιορισμός του στο 1,6 δισ. ευρώ ή 0,9% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας, κάτι που ισοδυναμεί με βελτίωση κατά 12 δισ. ευρώ περίπου ή 6,8% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Βασική αιτία αυτής της βελτίωσης, παρατηρεί το Γραφείο, είναι η άρση των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων, λόγω πανδημίας.
Ειδικότερα, απ την πλευρά των εσόδων προβλέπεται βελτίωση κατά 3,8 δισ. ευρώ, ενώ από την πλευρά των δαπανών υπάρχει μείωση των μεταβιβάσεων κατά 5,2 δισ. ευρώ, των αγορών αγαθών, υπηρεσιών και παγίων περιουσιακών στοιχείων κατά 1,5 δισ. ευρώ και της κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,1 δισ. ευρώ.