Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη που δημοσιοποίησε προ ημερών το ΙΟΒΕ, επισημαίνοντας την «ανορθόδοξη» πολιτική που ακολούθησε η χώρα από τη δεκαετία του 2010. Σε εκείνο το διάστημα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ειδική φορολόγηση είχε ως αποκλειστικό -σχεδόν- κίνητρο την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων, δίχως να παρέχονται κίνητρα για την προώθηση στόχων της δημόσιας πολιτικής. Με την υψηλή φορολόγηση μειώθηκε η ζήτηση στα σχετικά προϊόντα, όμως, ταυτόχρονα, άνθισε το παράνομο εμπόριο προϊόντων, με συνέπεια τα φορολογικά έσοδα να υστερούν από τους στόχους που είχαν τεθεί.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, «η φορολογική πολιτική θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη προϊόντων ή εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή βλάβες σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση. Σε αυτό τον στόχο μπορεί να συμβάλει η διαφορική φορολογία και η στοχευμένη επιδότηση προϊόντων και δραστηριοτήτων».
Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ
Η ειδική φορολογία και η παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων αποτελεί εργαλείο για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων που συνδέονται με την παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση ορισμένων προϊόντων. Αυτές οι εξωτερικές επιδράσεις, που μπορούν να περιοριστούν με τη «στροφή» καταναλωτικών συμπεριφορών, σχετίζονται, ενδεικτικά, με τη ρύπανση, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ή και πιο άμεσους κινδύνους υγείας και τη συνακόλουθη επιβάρυνση του ΕΣΥ.
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ, εξετάστηκαν οι περιπτώσεις στήριξης των ΑΠΕ στην Ιταλία, επιβολής φόρου άνθρακα στη Σουηδία, παροχής κινήτρων για τα οχήματα χαμηλών εκπομπών CO2 και επιβολής περιβαλλοντικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες στην Ευρώπη.
Στη «ζυγαριά» μπήκε και η εφαρμογή διαφοροποιημένης φορολογίας σε προϊόντα, όπως η μπύρα σε Ολλανδία και Δανία και τα προϊόντα καπνού στη Σουηδία. Από τα συγκεκριμένα παραδείγματα διεθνών πρακτικών διαπιστώθηκε ότι ο συνδυασμός των διάφορων εργαλείων φορολογίας και κινήτρων μπορεί να συντελέσει αποτελεσματικά στην επίτευξη σημαντικών στόχων της δημόσιας πολιτικής.
ΥΨΗΛΟΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ
Από τα στοιχεία των τελευταίων ετών προκύπτει ότι σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, η συμμετοχή των εσόδων από τους βασικούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ενέργεια, προϊόντα καπνού και αλκοόλ), στην Ελλάδα είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο όσο και έναντι των περισσότερο ανεπτυγμένων κρατών.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2018, τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην Ελλάδα ανήλθαν σε περίπου 9 δισ. ευρώ. Περίπου το ήμισυ αυτών των εσόδων (47%) προέρχονταν από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων. Οι φόροι στα καπνικά προϊόντα απέδωσαν το 25% των εσόδων από ειδικούς φόρους, ενώ τα έσοδα από τους φόρους στα οχήματα αντιπροσώπευσαν το 16%. Η φορολόγηση των οινοπνευματωδών ποτών απέφερε το 6% των εσόδων από ειδικούς φόρους, σχεδόν όσο και οι υπόλοιποι ειδικοί φόροι (τηλεφωνίας, διαμονής σε τουριστικά καταλύματα κ.λπ.).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η συγκριτικά «φουσκωμένη» ειδική φορολόγηση στην Ελλάδα μπορεί να οδηγήσει στην όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και να δημιουργήσει ένα υπόστρωμα για την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας.
Ενα θετικό παράδειγμα επιβολής ειδικού φόρου είναι αυτό των οχημάτων: Η δυνατότητα χρήσης των δρόμων μέσω της πληρωμής ετήσιου φόρου ή διοδίων συμπληρώνεται με την προσπάθεια περιορισμού εξωτερικών επιδράσεων από τη χρήση οχημάτων, όπως ο θόρυβος, η ρύπανση, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και το κόστος ατυχημάτων.
Παρά ταύτα, το ΙΟΒΕ υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή υψηλών συντελεστών φορολόγησης είχε και ανεπιθύμητα αποτελέσματα, όπως η αύξηση του παράνομου εμπορίου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι τα φορολογικά έσοδα απείχαν από τους στόχους που είχαν αρχικά τεθεί.
ΦΑΚΕΛΟΣ «ΚΑΠΝΙΚΑ»
Σε ό,τι αφορά τα καπνικά προϊόντα το ΙΟΒΕ εκτιμά πως η ζήτηση νόμιμων προϊόντων καπνού επηρεάστηκε από την ύπαρξη λαθραίων προϊόντων, τις αγορές προϊόντων καπνού από γειτονικές χώρες με χαμηλότερες τιμές, την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, τη μείωση του πληθυσμού που καπνίζει και τη διαθεσιμότητα υποκατάστατων, όπως το ηλεκτρονικό τσιγάρο. Μάλιστα, η κατανάλωση παράνομων τσιγάρων σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο, αποσπώντας αυξανόμενο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση.
Στη μελέτη γίνεται αναφορά στη Σουηδία και την τακτική που ακολούθησε στη φορολογία των προϊόντων καπνού. Η Σουηδία κινήθηκε με ένα βασικό στόχο: να ωθήσει όσους καταναλωτές δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κόψουν το κάπνισμα σε λιγότερο επιβλαβή προϊόντα. Το προϊόν - «κλειδί» για τη Σουηδία ήταν το snus, ένας υγρός καπνός για εισπνοή και μάσηση. Με τα φορολογικά κίνητρα που δόθηκαν για το snus, ήδη από το 1996 αυτό το εναλλακτικό προϊόν ξεπέρασε σε πωλήσεις τα τσιγάρα.
Πού οδήγησε αυτή η μεταστροφή; Το 1997 η Σουηδία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που έπιασε τον στόχο που είχε θέσει ο ΠΟΥ για το 2000, με τη συγκράτηση του ποσοστού των ενηλίκων καπνιστών κάτω από το 20% του πληθυσμού. Επιπλέον, η Σουηδία κατέγραψε το 2000 το χαμηλότερο ποσοστό θανάτων (10%) στην ΕΕ που σχετίζονται με το κάπνισμα. Το 2017 η Σουηδία έφτασε να έχει το μικρότερο ποσοστό καπνιστών καθημερινής χρήσης (7%) μεταξύ των χωρών της ΕΕ και το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στους άνδρες (41,4 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους, το 2016).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η διαφορική φορολογική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων καπνικών προϊόντων, ενδεχομένως και με επίδραση άλλων παραγόντων, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΟΥΝ ΕΛΠΙΔΕΣ
Ενα από τα μεγαλύτερα «ντιμπέιτ» των τελευταίων ετών εστιάζεται στα μέσα για της μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα. Τα επιστημονικά δεδομένα για την αποτελεσματικότητα εναλλακτικών μέσων, όπως το snus, το ηλεκτρονικό τσιγάρο ή τα προϊόντα καπνού χωρίς καύση -που είναι ελκυστικά σε περισσότερους καπνιστές, στη διακοπή του καπνίσματος διαρκώς αυξάνονται.
Η ανάλυση αυτών των δεδομένων θα είναι και το αντικείμενο της νεοϊδρυθείσας Διεθνούς Επιστημονικής Εταιρείας για τον Έλεγχο του Καπνίσματος και τη Μείωση της Βλάβης από το Κάπνισμα (SCOHRE). Πρόκειται για μια διεθνή εταιρεία ανεξάρτητων ειδικών (ιατρών, ακαδημαϊκών, επαγγελματιών, ειδικών στον τομέα της δημόσιας υγείας κ.ά.) η οποία θα επιχειρήσει την έναρξη ενός ανοιχτού και εποικοδομητικού διαλόγου για να συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας ευρύτερης προσέγγισης για τις πολιτικές ελέγχου του καπνίσματος.
ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΘΕΡΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΠΝΟΥ
Ο βασικός στόχος είναι η δόμηση μιας ενιαίας μεθόδου για τους καπνιστές που δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να διακόψουν το κάπνισμα με τις τρέχουσες εγκεκριμένες μεθόδους. Επομένως, θα εξεταστούν οι εναλλακτικές λιγότερο επιβλαβών προϊόντων που μπορούν να αποδειχθούν ωφέλιμες για τους «πεισματάρηδες» καπνιστές.
Να σημειωθεί ότι, πέρα από τη Σουηδία, υπάρχει και ένα δεύτερο παράδειγμα. Στην Ιαπωνία η μείωση του ποσοστού των καπνιστών την τελευταία πενταετία κατά την οποία κυκλοφορούν προϊόντα θερμαινόμενου καπνού είναι πρωτοφανής, ενώ και στη Μ. Βρετανία το κάπνισμα τσιγάρου σημειώνει ιστορικά χαμηλά (15,1% το 2017) µε τη χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου ως κύριου μέσου διακοπής του καπνίσματος.
Ποια βήματα κάνει η Ελλάδα
Η Ελλάδα πραγματοποιεί ήδη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το πρώτο ήταν η ψήφιση του νόμου 4715/2020 με τον οποίο ουσιαστικά η χώρα υιοθέτησε την αρχή της ενδεχόμενης βλάβης σε νέα προϊόντα καπνού, συντασσόμενη με κράτη που ακολουθούν σύγχρονες και επιστημονικά τεκμηριωμένες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του καπνίσματος και των βλαβών που προκαλεί. Στο επίμαχο άρθρο του νόμου τονίζεται το εξής: «Επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα, η επικοινωνία τεκμηριωμένων επιστημονικά ισχυρισμών, σύμφωνα με τους οποίους, η χρήση νέων προϊόντων καπνού, νικοτινούχων και μη ηλεκτρονικών τσιγάρων και λοιπών νικοτινούχων προϊόντων εμφανίζει σημαντικά μειωμένο κίνδυνο για την υγεία ή μείωση στις εκπομπές τοξικών ουσιών ή μειωμένη τοξικότητα σε σχέση με το συμβατικό τσιγάρο. Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία αυτή, εφόσον εγκριθεί από το Υπουργείο Υγείας, συνοδεύεται από εμφανή και ευανάγνωστη προειδοποίηση ότι η χρήση του νέου προϊόντος καπνού ή του ηλεκτρονικού τσιγάρου ή άλλου νικοτινούχου προϊόντος δεν είναι ασφαλής».
Ουσιαστικά, με το νέο πλαίσιο επετράπη η χρήση επιστημονικά τεκμηριωμένων ισχυρισμών δυνητικά μειωμένης βλάβης, για νέα προϊόντα καπνού με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο για την υγεία ή μείωση στις εκπομπές τοξικών ουσιών ή μειωμένη τοξικότητα σε σχέση με το συμβατικό τσιγάρο.