Σε αυτό το πλαίσιο, η κ. Σακελλαροπούλου ανέφερε ότι «πρέπει να επιδιωχθεί η επιτάχυνση των έργων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ». Όπως σημείωσε, «η κλιματική δικαιοσύνη δεν έχει βρει ακόμα την αποτύπωσή της σε νομικώς δεσμευτικά κείμενα».
«Η αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων, η προστασία των δασών, και η απολιγνιτοποίηση με έμφαση στις ΑΠΕ, καθίστανται ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας μας και των επόμενων γενεών», τόνισε για να επισημάνει: «Η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης συνδέεται άρρηκτα με το δίκαιο και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα ληφθούν. Την προσήλωση της διοίκησης στην αποτελεσματική εφαρμογή των στόχων που έχουν τεθεί, καθώς και με τις παρεμβάσεις του δικαστή».
«Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής και συλλογικής ευθύνης», πρόσθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογραμμίζοντας ότι «εάν κάθε απόπειρα αντιμετώπισης της κρίσης στη βάση της διασφάλισης του γενικού συμφέροντος συναντά απέναντί της ομάδες συμφερόντων που αντιμάχονται ιδιοτελώς κάθε αλλαγή, τότε είναι πολύ δύσκολο να γίνουν σημαντικά βήματα προόδου».
Μάλιστα, ανέφερε το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου «οι συνελεύσεις των πολιτών για το κλίμα συνιστούν μία πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία», καθώς, όπως είπε, «έρχεται να τονώσει το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των πολιτών, καθιστώντας τους συν-νομοθέτες, συνοδοιπόρους και τελικά συμμάχους στη μάχη της κλιματικής αλλαγής».
ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΛΑΘΟΣ
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του WWF Ελλάδος, Δημήτρης Καραβέλας, υποστήριξε ότι «η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πανδημίας έρχεται να μας θυμίσει ότι έχουμε κάνει κάτι πολύ λάθος στον πλανήτη και τη φύση», συμπληρώνοντας την ανάγκη «να αφυπνιστούμε και να αναλάβουμε άμεση δράση».
Ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Κωνσταντίνος Μενουδάκος, κάνοντας μία ανασκόπηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο περιοδικό «Νόμος και Φύση», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1996, στο οποίο αρθρογραφούσε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, λέγοντας πως «αισθανόμαστε την ηθική ικανοποίηση ότι η προσπάθεια συνεχίζει να αποδίδει καρπούς».
Επιπλέον, παρατήρησε ότι «η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα στο να μεταφερθεί το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και των πολιτών στο σκέλος της οικονομικής ανάπτυξης», προσθέτοντας πως «η μετατόπιση αυτή είναι εμφανής και στη νομολογία και στη νομοθεσία», ενώ αναφέρθηκε ιδιαίτερα στα νέα περιβαλλοντικά ζητήματα και τις νομικές αποφάσεις που αφορούν την κλιματική αλλαγή.
«Η περιβαλλοντική δημοκρατία για να χτιστεί έχει ακόμα πάρα πολύ δρόμο ακόμα», σημείωσε η επικεφαλής πολιτικής του WWF Ελλάδος, Θεοδότα Νάντσου, τονίζοντας ότι η πρόκληση της απολιγνιτοποίησης μπορεί να καταστήσει τη χώρα πρωταθλήτρια σε επίπεδο ΕΕ.
Σύμφωνα με την ίδια, κατά την παρουσίαση της έκθεσης επισκόπησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας 2005-2019, τα βασικά προβλήματα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα ήταν η περιορισμένη πρόσβαση του πολίτη σε πληροφορίες για το περιβάλλον στις υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η απουσία συμμετοχής του κοινού στη διαδικασία νομοθέτησης, ενώ, όπως είπε, «η περιβαλλοντική παρανομία και το περιβαλλοντικό έγκλημα ήταν επίσης διάχυτα».
«Η Ελλάδα έχει επίσης πολύ μεγάλο πρόβλημα παραβίασης του κοινοτικού δικαίου και εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας», καθώς παραμένει στην κορυφή των περιβαλλοντικών παραβάσεων σε επίπεδο ΕΕ, επισήμανε η κ. Νάντσου, κάνοντας λόγο για μία αρνητική πρωτοκαθεδρία στην παραβίαση αποφάσεων του δικαστηρίου της ΕΕ, που έχει να κάνει κυρίως με τους ΧΑΔΑ, τη διαχείριση των λυμάτων αλλά και των επικίνδυνων αποβλήτων.
«Μέχρι το 2010 έγιναν πολύ σημαντικά βήματα, καθώς βελτιώθηκε η πρόσβαση στις πληροφορίες, υπήρξε μεγάλη βελτίωση στη διαφάνεια και στην πρόσβαση της νομοθεσίας», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι από το πρώτο μνημόνιο ξεκινάει μία συμπαγής κατάσταση για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, η οποία παρασύρει και το περιβαλλοντικό δίκαιο. Επίσης, χαρακτήρισε ως «μεγάλο κεφάλαιο» των πολιτικών της χώρας τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κατασκευών, αλλά και των επενδυτικών σχεδίων με μεγάλο περιβαλλλοντικό αποτύπωμα, όπως τουριστικές εγκαταστάσεις, επενδύσεις εξορύξεων κ.λπ.
Αξιόλογες εξελίξεις στην περασμένη δεκαετία, σύμφωνα με την κ. Νάντσου, ήταν ο νόμος για τη βιοποικιλότητα του 2011, βελτιώσεις στα συστήματα διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, αλλά και η προώθηση ολοκλήρωσης των δασικών χαρτών, καθώς «αποτελούν ένα πολύ σημαντικό εργαλείο ασφάλειας δικαίου», όπως είπε.
Όσον αφορά την περασμένη δεκαετία, η κ. Νάντσου επεσήμανε στα αρνητικά σημεία τις οπισθοχωρήσεις στην προστασία των δασών και των ακτών, τη μεγάλη έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις, την πρόθεση που εκφράστηκε από το πρώτο μέχρι και το τρίτο μνημόνιο να ανοίξει η αγορά λιγνίτη, αλλά και τις παραχωρήσεις θαλάσσιων και χερσαίων εκτάσεων για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Ακόμη, τόνισε την ανάγκη επιτάχυνσης της απόδοσης περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, την ενίσχυσης του δασικού δικαίου και των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, αλλά και των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.
Τέλος, εξήρε τη συμβολή του ΣτΕ στην προάσπιση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενώ έκανε λόγο για αύξηση της ωριμότητας των μηχανισμών της διοίκησης.