Φαινόμενα διαφθοράς στο Δημόσιο και ποινές από τα πειθαρχικά συμβούλια που δεν συμβαδίζουν με τη βαρύτητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι υπάλληλοι, καταγράφει η ετήσια έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ) Λ. Ρακιντζή.
H έκθεση αναφέρεται στη δραστηριότητα του 2013, στις νομοθετικές και οργανωτικές προτάσεις που υπέβαλε ο ΓΕΔΔ με στόχο την πάταξη της διαφθοράς, στην καταπολέμηση της κακοδιοίκησης στο Δημόσιο και στην άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας του στο πλαίσιο του πειθαρχικού ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων.
Επίσης, παρατίθενται χαρακτηριστικές υποθέσεις που διερευνήθηκαν κατά το 2013. Ειδικότερα, ο ΓΕΔΔ διερεύνησε 1519 υποθέσεις, από τις οποίες οι 53 κρίθηκε ότι εκφεύγουν της αρμοδιότητάς του. Εκ των 1466 υποθέσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης, ο κύριος όγκος προήλθε από επώνυμες και ανώνυμες καταγγελίας (ποσοστό 48,7% και 19,4% αντίστοιχα).
Περαιτέρω ο ΓΕΔΔ κινητοποιήθηκε σε 38 υποθέσεις (1,5% και 1,3% των υποθέσεων αντίστοιχα), ενώ προχώρησε στην εξέταση ζητημάτων που ανέκυψαν σε συνέχεια πορισμάτων ελέγχων που του κοινοποιήθηκαν σε 83 περιπτώσεις.
Οι οικονομικοί έλεγχοι και τα ζητήματα οικονομικής διαχείρισης αποτέλεσαν την κύρια θεματική κατηγορία για μια ακόμη χρονιά (41,8% των υποθέσεων) και οι δήμοι συνιστούν τη βασική ευρύτερη κατηγορία ελεγχόμενων φορέων (37% των υποθέσεων).
Όπως και το 2012, σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο έλεγχος κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν συντρέχει κάποιο πρόβλημα (40,4% των υποθέσεων) γεγονός που συνδέεται με το γεγονός της αύξησης των επώνυμων και ανώνυμων καταγγελιών που εξετάζει ο ΓΕΔΔ.
Στο 26,9% των περιπτώσεων εντοπίστηκαν παράνομες συμπεριφορές και πράξεις. Στο 16,4% των υποθέσεων τα οργανωτικά προβλήματα των ελεγχόμενων φορέων αναδείχθηκαν ως η βασική μορφή προβλήματος.
Στην έκθεση γίνεται εκτεταμένη αναφορά και στην πειθαρχική διαδικασία. Με τον νόμο 4152/13 επανήλθε η δυνατότητα άσκησης ένστασης του ΓΕΔΔ κατά όλων των πειθαρχικών αποφάσεων σε ανώτερο βαθμό.
Σκοπός της συμμετοχής του ΓΕΔΔ στην πειθαρχική διαδικασία μέσω της άσκησης ένστασης είναι η αποτελεσματικότερη απονομή του πειθαρχικού δικαίου και ο περιορισμός της πιθανότητας μη επιβολής της προσήκουσας πειθαρχικής ποινής ή της ατιμωρησίας των υπαλλήλων που έχουν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα.