πλειοψηφία των Ελλήνων να δηλώνει ότι θα αντιδρούσε αν αντιλαμβάνονταν κάποιο περιστατικό σωματικής ή/και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού καταγγέλλοντας το γεγονός στην αστυνομία ή/και σε κάποια ΜΚΟ. Η έρευνα που έγινε για λογαριασμό του Σωματείου κατά της κακοποίησης του παιδιού «ΕΛΙΖΑ» είχε σκοπό την αποτύπωση της αντίδρασης των Ελλήνων μπροστά στο φαινόμενο της κακοποίησης. Σύμφωνα με την έρευνα το 93% θα αντιδρούσε σε περίπτωση σωματικής βίας και το 96% θα αντιδρούσε σε περίπτωση σεξουαλικής βίας, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το 52% θα επενέβαινε σε κάθε περιστατικό κακοποίησης, ακόμα και σε περιπτώσεις παραμέλησης ή λεκτικής βίας.
Την ίδια στιγμή αντίστοιχη πανεθνική έρευνα στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του κορονοϊού (27- 29 Μαρτίου 2020), που διενεργήθηκε για λογαριασμό του New York Society for the Prevention of Cruelty to Children, έδειξε ότι μόλις το 36% των Αμερικανών είναι πιθανό να αναφέρει στις αστυνομικές αρχές οποιοδήποτε περιστατικό κακοποίησης υποπέσει στην αντίληψή του.
ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Εφτά στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι έχουν αντιληφθεί κάποιο περιστατικό κακοποίησης, κυρίως λεκτικής βίας, με τους νεότερους σε ηλικία ανθρώπους (18 έως 34 ετών) και τους γονείς μικρών παιδιών σε ηλικία (0-15 ετών), να δηλώνουν ότι η έκταση του φαινομένου της βίας στα παιδιά έχει πάρει σοβαρές διαστάσεις (πάνω από το 50%).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του ΕΛΙΖΑ, 8 στους 10 Έλληνες θα αντιδρούσαν σε κάθε περίπτωση κακοποίησης, ανεξάρτητα αν το παιδί που υποβάλλονταν σε αυτή, ήταν συγγενικό ή φιλικό τους πρόσωπο ή όχι. Το 84% θα δήλωνε την κακοποίηση ακόμα και εάν ο κακοποιητής ήταν ο γονιός ή ο αδελφός/η αδελφή, με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 95% στους ερωτώμενους άνω των 55 ετών.
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΕ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΜΚΟ
Οι συμμετέχοντες από όλες τις αστικές περιοχές δήλωσαν σε ποσοστό 71% ότι στην περίπτωση που αντιλαμβάνονταν κάποιο περιστατικό κακοποίησης θα επικοινωνούσαν με τις αρχές/ αστυνομία ή με κάποιον Μη Κυβερνητικό Οργανισμό, ενώ αξιοσημείωτα λιγότεροι θα συμβουλεύονταν κάποιον δικηγόρο ή θα απευθύνονταν στην Εισαγγελία. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 75% στους συμμετέχοντες ηλικίας από 45 έως 54 ετών.
«Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην αστυνομία και στις ΜΚΟ σε ίδιο ποσοστό, βαραίνει την ευθύνη που έχουν όλες οι ΜΚΟ και «φωνάζει» για μία λύση που θα δοθεί συλλογικά και συνεργατικά, από όλες τις ΜΚΟ που εργάζονται για το Παιδί, μαζί με τον κρατικό μηχανισμό και τους κατάλληλους φορείς του. Κανείς δεν πρέπει να κοιτάξει το προσωπικό του, το σωματειακό του ή το κομματικό συμφέρον. Όλοι οφείλουμε να σταθούμε στο ύψος της ανθρωποκεντρικής συμπεριφοράς των ανθρώπων γύρω μας», αναφέρουν οι εκπρόσωποι του ΕΛΙΖΑ.
ΚΑΠΟΙΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ
Από το ελάχιστο ποσοστό των Ελλήνων που δήλωσε πως δε θα κατήγγειλε κάποιο περιστατικό κακοποίησης, που τυχόν υπέπιπτε στην αντίληψή του, το 30% και το 31% συνδέει αυτή την απροθυμία με τον φόβο ότι η καταγγελία θα μπορούσε να βλάψει τον ίδιο ή την οικογένειά του ή να χειροτερέψει την κατάσταση για το ίδιο το παιδί που θα επιδίωκε να βοηθήσει, ενώ ένα 29% δήλωσε ξεκάθαρα ότι δε θα ήθελε να μπλέξει. Από το υψηλό ποσοστό των Αμερικανών που δήλωσαν στην αντίστοιχη έρευνα τον Μάρτιο του 2020, πως δεν θα κατήγγειλαν κανενός είδους κακοποίησης σε παιδιά, σχεδόν 6 στους 10 συνέδεσαν την απόφασή τους με τον φόβο ότι η κατάσταση του παιδιού μπορεί να επιδεινωθεί, το 35% φοβόταν ότι η πράξη της καταγγελίας θα έθετε σε κίνδυνο την οικογένειά του και το 30% δήλωσε ότι δεν ήταν δική του υπόθεση να επέμβει.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΤΟ ΞΥΛΟ
Το 94% δήλωσε πως το ξύλο δε βοηθά στο συνετισμό και δεν αποτελεί μέσο συμμόρφωσης. Πιο αφοριστική είναι η στάση των γυναικών αναφορικά με το ξύλο (το 75% δεν το θεωρεί καθόλου μέσο συμμόρφωσης) και των ατόμων άνω των 45 ετών (74% απάντησαν «καθόλου»). Το 5% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως το ξύλο αποτελεί ένα ακόμα «εργαλείο» συνετισμού και συμμόρφωσης των παιδιών.ΕΠΙΔΡΑ ΜΕΤΑ
Οι συμμετέχοντες στην πανελλαδική έρευνα του ΕΛΙΖΑ δήλωσαν σε ποσοστό 82% και 16% αντίστοιχα πως θεωρούν ότι η κακοποίηση επιδρά πάρα πολύ ή πολύ στη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου. Το ποσοστό του «πάρα πολύ» ανεβαίνει στο 88% στις γυναίκες συμμετέχουσες.
«Η επίγνωση των επιπτώσεων του ξύλου στη μετέπειτα συμπεριφορά του παιδιού, δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να συνταχθεί σε κάθε γενναία απόφαση του κράτους που θα δημιουργούσε αμέσως και με αποτελεσματικότητα, τα «δικά μας» advocacy centers. Τα κέντρα «υπεράσπισης» των παιδιών που κακοποιούνται, στα οποία θα εργάζονται όλοι οι ειδικοί, συντονισμένα και οργανωμένα, προκειμένου να απαλυνθούν τα τραύματα των παιδιών και να δοθεί μία καθαρή και ελπιδοφόρα διαδρομή για τη μετέπειτα ζωή τους», πιστεύουν οι άνθρωποι του ΕΛΙΖΑ.
ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
«Το «ελληνικό θαύμα» της χαμηλής μετάδοσης του COVID-19, της πλήρους συμμόρφωσης των Ελλήνων στα μέτρα που ανακοίνωσε η Πολιτεία, η αλυσίδα προστασίας της τρίτης ηλικίας, «των παππούδων και των γιαγιάδων μας», το ζωντανό κύτταρο της οικογένειας και η ανθρωποκεντρική φύση της κοινωνίας μας, έρχεται να επιβεβαιωθεί με μία έρευνα που αποσκοπούσε να αποτυπώσει την αντίδραση των Ελλήνων μπροστά στο φαινόμενο της κακοποίησης του παιδιού», αναφέρουν οι εκπρόσωποι του ΕΛΙΖΑ. Σημειώνουν ότι «τα πορίσματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι η κοινωνία μας είναι έτοιμη να συμπράξει σε όποιο φαινόμενο κακοποίησης απειλεί την παιδική ηλικία και επιθυμεί σε αυτή της την αντίδραση να βρει συνοδοιπόρο το κράτος».
Η ταυτότητα της έρευνας
Το ΕΛΙΖΑ, που έχει αφιερώσει τη δράση του αποκλειστικά στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της κακοποίησης του παιδιού ανέθεσε στην Εταιρεία Δημοσκοπήσεων Nielsen Media Greece τη διενέργεια σχετικής έρευνας, με σκοπό την αποτύπωση της αντίδρασης των Ελλήνων μπροστά στο φαινόμενο της κακοποίησης. Για τη συλλογή των απαντήσεων των 1.001 συμμετεχόντων, γυναικών και ανδρών, ηλικίας 18+ ετών, από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και από υπόλοιπες αστικές περιοχές, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος CAWI – Διαδικτυακές αυτοσυμπληρούμενες συνεντεύξεις με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου - στη χρονική περίοδο από 2 έως 9 Ιουνίου 2020. Στόχος του ΕΛΙΖΑ ήταν τόσο να διαπιστωθεί το ποσοστό των Ελλήνων που θα αντιδρούσαν στην περίπτωση που αντιλαμβάνονταν ένα περιστατικό κακοποίησης, όσο και να αποτυπωθούν οι λόγοι που θα τους οδηγούσαν στην αντίδραση ή στην απροθυμία αντίδρασης, προκειμένου να χαράξει την κατεύθυνση των μελλοντικών του σχεδίων, της επίτευξης της ανάμιξης της κοινωνίας στο φαινόμενο της κακοποίησης του παιδιού και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κακοποίησης του παιδιού μέσα από κρατικές δομές, ως απαίτηση της ίδιας της κοινωνίας.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ