Στο άρθρο του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει την θέση του για αναγκαιότητα ενός ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αναφέρεται επίσης στη στάση των Ευρωπαίων ηγετών την περίοδο της τιμωρητικής λιτότητας που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα με τα μνημόνια, και αναφερόμενος στη σημερινή συγκυρία με την πανδημία του κορονοϊού, επισημαίνει: «...Όχι, δεν έχουμε σήμερα πραγματικό πόλεμο. Αλλά είναι σαν να έχουμε πόλεμο. Οι οικονομίες μας συρρικνώνονται συμμετρικά και με απόλυτους όρους. Προτεραιότητα, όμως, είναι να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Οι ζωές δεν ξανάρχονται. Τα χρέη ξεπληρώνονται ή και διαγράφονται, όπως έγινε και μετά από πραγματικό πόλεμο, το 1953. Οι ζωές, όμως, δεν ξαναγυρίζουν».
Το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στη Le Monde ως έχει:
ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΧΤΥΠΑΕΙ Η ΚΑΜΠΑΝΑ (II)
«Η δυσκολία δεν έγκειται στην ανάπτυξη νέων ιδεών, αλλά στο πώς θα αφήσουμε πίσω μας τις παλιές» Τζ. Μ. Κέινς, 1936
Όταν, το 2015, η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον παραλογισμό της τιμωριτικής λιτότητας που είχε ήδη οδηγήσει, μετά από δύο αποτυχημένα προγράμματα του ΔΝΤ, μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού στα πρόθυρα ανθρωπιστικής κρίσης, οι περισσότεροι στην Ευρώπη θεωρούσαν ότι «αυτή η μικρή χώρα» θα παρέμενε μια εξαίρεση. Κάτι σαν μια τιμωρία παραδειγματισμού για να μην ακολουθήσουν και άλλες χώρες τον ολισθηρό δρόμο των μεγάλων ελλειμμάτων.
Τι και αν η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είχε καμία σχέση με αυτούς που δημιούργησαν τα ελλείμματα. Τι κι αν δεν είχε καμία πρόθεση να ευνοήσει, όπως οι προηγούμενες, τους πλούσιους Έλληνες που είχαν βγάλει τα λεφτά τους στις τράπεζες της Ελβετίας και απέφευγαν συστηματικά τη φορολογία. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στις χώρες του εύπορου Βορρά, είχε δηλητηριαστεί από ιδεοληψίες για τους “σπάταλους και τεμπέληδες Έλληνες που θέλουν να ζουν καλά, πάνω από τις δυνατότητές τους, με τα λεφτά των σκληρά εργαζόμενων Βορειοευρωπαίων”.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να ανατρέψει αυτές τις στερεοτυπικές αντιλήψεις και να προτείνει εναλλακτικές στη σκληρή λιτότητα, μέσα σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και διαλόγου. Ωστόσο, αντιμετωπίστηκε από τις συντηρητικές κυβερνήσεις στην Ε.Ε. ως απειλή απέναντι στους κανόνες που πρέπει να ισχύουν “μέχρι ο ήλιος να ανατείλει από τη Δύση”, ενώ ακόμη και προοδευτικές δυνάμεις, την είδαν αρχικά με καχυποψία: «Ποιοι είναι αυτοί που θα παλέψουν για κάτι το οποίο εμείς δεν επιχειρήσαμε καν;».
Αργότερα, βέβαια, είδαν με συμπάθεια την προσπάθεια του Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε, άλλωστε, o τότε Πρόεδρος του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου, μετά τη πρώτη μου ομιλία ως πρωθυπουργός στην ολομέλεια, «η καρδιά μας είναι μαζί σου αλλά η λογική μας όχι». Και ποιο ήταν το παράλογο; Μα, το να αλλάξουμε τους κανόνες όταν αυτοί δε λειτουργούν.
Στην πραγματικότητα όλοι καταλάβαιναν ότι το “παράλογο” δεν ήταν το να αλλάξουμε το φάρμακο όταν αντί να θεραπεύει, επιδεινώνει την κατάσταση του ασθενή, αλλά το να κάνεις πως δεν βλέπεις το προφανές. Από την άλλη, κανείς δεν θεωρούσε “λογικό” μια μικρή χώρα να αλλάξει τους κανόνες. Ακόμη και αν είχε απόλυτο δίκιο. Και στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών, ήταν η αντίληψη πως αυτός ο παραλογισμός δεν θα άγγιζε ποτέ τις ίδιες τους τις χώρες. Πίστευαν ότι η Ελλάδα θα ήταν απλώς μια εξαίρεση.
Σε μια από τις πρώτες Συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συμμετείχα, προσπάθησα να μεταπείσω τους συναδέλφους μου, θυμίζοντάς τους το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Έρνεστ Χεμινγουέι, «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Ήθελα να τους διαμηνύσω πως αν αυτή είναι η μέθοδος να αντιμετωπιστεί η κρίση στην Ελλάδα, θα έρθει η ώρα που θα χρειαστεί οι χώρες τους να έρθουν αντιμέτωπες με την ίδια “λογική”.
Αργότερα, καθώς οι διαπραγματεύσεις έλαβαν δραματική τροπή, ενημέρωσα την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σχετικά με την αδιάλλακτη στάση των θεσμικών οργάνων, μέσω των σελίδων της Le Monde, με ένα άρθρο που είχε τον τίτλο του περίφημου βιβλίου του Έρνεστ Χεμινγουέι. Στο πλαίσιο αυτό, κατέληγα στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα που αντιμετωπίζαμε δεν αφορούσε μόνον την Ελλάδα, αλλά ήταν το επίκεντρο της σύγκρουσης μεταξύ δύο διαφορετικών στρατηγικών για το μέλλον της Ευρώπης. Η μια ήταν επικεντρωμένη στην πολιτική ολοκλήρωση βασισμένη στην ισότητα και την αλληλεγγύη. Η άλλη οδηγούσε σε κατακερματισμό και διαίρεση.
Δεν ξέρω πόσο προφητικό θα αποδειχθεί αυτό το άρθρο, υπό το πρίσμα των σημερινών εξελίξεων. Και επίσης δεν ξέρω σε ποιο βαθμό κατάφερα να πείσω, τότε, τους συναδέλφους μου. Παρόλο που οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας υποστήριζαν την Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι το έκαναν επειδή θεωρούσαν ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος “οι καμπάνες” να χτυπήσουν μια μέρα για αυτούς. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις γαλλικές προσπάθειες, ο διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης αποδείχθηκε βραχύβιος.
Μέχρι που ήρθε μια στιγμή που θυμίζει αυτήν της περιόδου του μυθιστορήματος του Χεμινγουέι. Όχι, δεν έχουμε σήμερα πραγματικό πόλεμο. Αλλά είναι σαν να έχουμε πόλεμο. Οι οικονομίες μας συρρικνώνονται συμμετρικά και με απόλυτους όρους. Προτεραιότητα, όμως, είναι να σωθούν ανθρώπινες ζωές. Οι ζωές δεν ξανάρχονται. Τα χρέη ξεπληρώνονται ή και διαγράφονται, όπως έγινε και μετά από πραγματικό πόλεμο, το 1953. Οι ζωές, όμως, δεν ξαναγυρίζουν.
Σε αυτές, λοιπόν, τις δραματικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε, συνειδητοποιούμε ότι μέρος της ευρωπαϊκής ηγεσίας έχει καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τις προηγούμενες κρίσεις και επιμένει στις λανθασμένες συνταγές. Αντί να παραμερίσουν όλοι μπροστά στο μέγεθος της απειλής και να προτάξουν την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια, συνεχίζουν στην ίδια λογική: «Δε θα πληρώσουμε τα σπασμένα των σπάταλων του Νότου». Με δυο λόγια, καμία σκέψη για αμοιβαιοποίηση του χρέους, ο καθένας μόνος του και “όποιος θέλει δανεικά, να περάσει από το ταμείο να του κόψουμε κουστούμι”. Όπως έγινε και με την Ελλάδα. Αλλά όπως είπαμε, «οι κανόνες είναι κανόνες».
Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η ακραία επίδειξη αμοραλισμού και αδιαλλαξίας από Ευρωπαίους ηγέτες – όπως ο Μαρκ Ρούτε που δεν κατάλαβε να έχει κάτι αλλάξει τις τελευταίες μέρες που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα του να δεχτεί νέα οικονομικά εργαλεία – ίσως αποβεί μοιραία για την ίδια την ενότητα της Ένωσης. Διότι η ενότητα δεν βασίζεται μόνο σε οικονομικούς όρους, αλλά και σε κοινές αξίες. Διοτι για τους πολίτες, η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης παίρνει σάρκα όταν για παράδειγμα γιατροί από την Ουγγαρία προστρέχουν στην Ιταλία για να βοηθήσουν Ιταλούς ασθενείς ή όταν Ολλανδοί γιατροί πηγαίνουν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν ‘Ελληνες ασθενείς.
Αντί για αυτό είδαμε μόνο εθελοντές γιατρούς από την Κούβα και την Κίνα να καταφτάνουν για να θεραπεύσουν Ιταλούς ασθενείς. Και σαν να μη φτάνει αυτό, είδαμε από πάνω κα τον μέγα τεχνοκράτη κο Ρέγκλιγκ να διαμηνύει στους Ιταλούς, στους Ισπανούς, αλλά – σύντομα – και στους Γάλλους, ότι «βεβαίως μπορούν να δανειστούν, αλλά με αιρεσιμότητα», δηλαδή με πρόγραμμα. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά τότε είναι σαφές πως -ανεξάρτητα από οικονομικούς υπολογισμούς- κάτι έχει ραγίσει στις σχέσεις των κρατών-μελών. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο τα λεφτά, αλλά κυρίως η αξιοπρέπεια.
Γνωρίζω πολύ καλά, μετά από 4,5 χρόνια παρουσίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ότι η Ευρώπη κινείται αργά, με μικρές ρήξεις και μεγάλους συμβιβασμούς. Εύχομαι ένας τέτοιος συμβιβασμός να επιτευχθεί τις επόμενες μέρες. Και η μεγάλη ευθύνη βαραίνει την Άνγκελα Μέρκελ που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην υστεροφημία της ως Ευρωπαία ηγέτης και στο εθνικό της ακροατήριο που είναι μολυσμένο, εδώ και χρόνια, από τον ιό του σοβινισμού.
Αν το πρόβλημα είναι ο συμβολισμός του ευρω-ομολόγου, λύσεις υπάρχουν. Πάντα υπάρχουν τεχνικές εναλλακτικές με το ίδιο αποτέλεσμα αλλά με διαφορετικό όνομα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συμφωνηθεί η έκδοση ενός μεγάλου ομολόγου του EMΣ. Ο ΕΜΣ έχει την πιστοληπτική δυνατότητα να δανείζεται με εξαιρετικούς όρους, ένα μεγάλο αλλά απαραίτητο ποσό κεφαλαίων -ισοδύναμο, για παράδειγμα, του ποσού που συμφώνησαν οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί για την προστασία της οικονομίας των ΗΠΑ. Βάσει αυτού του ομόλογου, ο ΕΜΣ θα μπορούσε στη συνέχεια να δημιουργήσει ανοιχτή πιστοληπτική γραμμή προς τα κράτη μέλη, χωρίς άλλη προϋπόθεση πέραν του να αξιοποιηθούν στην αντιμετώπιση των κρίσεων στην υγεία και την οικονομία.
Λύσεις υπάρχουν, όπως είπε ο Κέινς κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Πολιτική βούληση να αφήσουμε πίσω τις παλιές ιδέες, δεν γνωρίζω αν υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση τα κράτη-μέλη που συνυπέγραψαν την κοινή επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ζητώντας το ευρω-ομόλογο, πρέπει να είναι έτοιμα να συνεχίσουν την επόμενη διαπραγμάτευση, όχι μόνο για να καταγράψουν τη διαφωνία τους, αλλά για να επιβάλουν ευρωπαϊκή λύση. Και αν η Άνγκελα Μέρκελ, τελικώς προτιμήσει τα θετικά σχόλια του γερμανικού Τύπου, από την ηγετική υπέρβαση για την ενότητα της ευρωζώνης, τότε οι χώρες αυτές δεν πρέπει να διστάσουν να κάνουν τα επόμενα βήματα μαζί.
Ένα ευρω-ομόλογο χωρίς τη Γερμανία και την Ολλανδία, δεν θα είναι, βεβαίως, το ίδιο ισχυρό, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι τα υπόλοιπα κράτη-μέλη μαζί, αντιπροσωπεύουν άνω των 2/3 του ΑΕΠ της ΕΕ. Αρκεί να έχουν τη βούληση να προχωρήσουν μπροστά. Εξάλλου, αυτός μπορεί να είναι και ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει η Ευρώπη μπροστά».