Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρεί ότι το σύστημα για την εξαίρεση μαθητών από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, καθώς οι γονείς απαιτείται να υποβάλλουν επίσημη δήλωση, στην οποία θα αναφέρουν ότι τα παιδιά τους δεν είναι ορθόδοξα. Η απόφαση Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας). Σύμφωνα με τους δικαστές, οι αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να υποχρεώνουν τα πρόσωπα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους. Ωστόσο, το σύστημα απαλλαγής εξαίρεσης παιδιών από μαθήματα θρησκευτικών απαιτεί από τους γονείς να υποβάλλουν επίσημη δήλωση, στην οποία θα αναφέρουν ότι τα παιδιά τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Κάτι τέτοιο, θεωρούν οι δικαστές, επιβαρύνει αδικαιολόγητα τους γονείς που καλούνται να αποκαλύψουν πληροφορίες από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί ότι αυτοί και τα παιδιά τους είχαν ή δεν είχαν συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη. Μάλιστα, το συγκεκριμένο σύστημα θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους γονείς από την υποβολή αίτησης απαλλαγής, ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτών που προσέφυγαν στο Στρασβούργο, που ζουν σε μικρά νησιά, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού πιστεύει σε συγκεκριμένη θρησκεία και ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ υψηλότερος. Το χρονικό Οι προσφεύγοντες ήταν πέντε Έλληνες, γονείς και παιδιά, που μένουν στη Μήλο και τη Σίφνο. Με βάση το Ελληνικό Σύνταγμα και άλλα νομοθετικά κείμενα, η θρησκευτική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τον Ιούλιο του 2017, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να ακυρώσει δύο πρόσφατες υπουργικές αποφάσεις για το σχολικό έτος 2017-2018. Την εποχή εκείνη, το ένα από τα παιδιά φοιτούσε στην τρίτη γυμνασίου στη Μήλο, ενώ το άλλο στην τετάρτη δημοτικού στη Σίφνο. Οι προσφεύγοντες είχαν ζητήσει να εξεταστεί η υπόθεσή τους με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης σημασίας. Επίσης, το δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε επί της υπόθεσης, καθώς η αρχική ακρόαση είχε αναβληθεί για τον Σεπτέμβριο του 2018, οπότε και το σχολικό έτος είχε ολοκληρωθεί. Με βάση τα άρθρα 43 και 44 της Σύμβασης, η απόφαση του δικαστηρίου δεν είναι οριστική, καθώς εντός τριμήνου, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν παραπομπή της υπόθεσης στο τμήμα μείζονος σύνθεσης. Σε περίπτωση που υπάρξει τέτοιο αίτημα, μια ομάδα πέντε δικαστών θα εξετάσει εάν η υπόθεση θα παραπεμφθεί. Το μεγαλύτερο τμήμα, εφόσον εκδικάσει την υπόθεση, θα εκδώσει οριστική απόφαση. Διαφορετικά, εάν οι πέντε δικαστές απορρίψουν το αίτημα, η απόφαση θα καταστεί οριστική εκείνη την ημέρα και θα διαβιβαστεί για την εκτέλεσή της. …Οι δικαστές έκριναν ότι το σημερινό σύστημα απαλλαγής παιδιών στην Ελλάδα από τα θρησκευτικά κινδυνεύει να εκθέσει ευαίσθητες πτυχές της ιδιωτικής ζωής των αιτούντων. Επιπλέον, το σύστημα θα μπορούσε να τους αποτρέψει από την υποβολή του αιτήματος, δεδομένου του ότι ο διευθυντής του σχολείου καλείται να επαληθεύσει τις πληροφορίες σχετικά με τη δήλωση και να ειδοποιήσει τον εισαγγελέα σε περίπτωση ασυμφωνίας. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη για τους αιτούντες, που ζουν σε μικρά νησιά και ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ υψηλότερος. Επιπλέον, όπως τόνισαν οι προσφεύγοντες, στους μαθητές με απαλλαγή από τα θρησκευτικά δεν προσφέρονται εναλλακτικά μαθήματα, γεγονός που σημαίνει ότι θα χάνονταν ώρες διδασκαλίας μόνο για τις πεποιθήσεις που έχουν δηλώσει. Οπως υπογράμμισαν οι προσφεύγοντες, δεν προσφέρθηκαν άλλες τάξεις στους απαλλασσόμενους μαθητές, πράγμα που σημαίνει ότι θα χάνονταν ώρες διδασκαλίας μόνο για τις δηλωμένες πεποιθήσεις τους. Το δικαστήριο, ως εκ τούτου, έκρινε ότι υπάρχει παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, καθώς οι αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη σφαίρα της ατομικής συνείδησης, να εξακριβώνουν τη θρησκευτική πίστη των ατόμων ή να τους υποχρεώνουν να αποκαλύψουν τις πεποιθήσεις τους. Το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλλει 8.000 ευρώ στους πρώτους τρεις προσφεύγοντες και το ίδιο ποσό, από κοινού, προς τον τέταρτο και τον πέμπτο. Επίσης, επιδίκασε 6.566,52 ευρώ στους πρώτους τρεις προσφεύγοντες για δικαστική δαπάνη.