«Η συμφωνία θα ξαναεξεταστεί, θα ξαναπάει στην Ιεραρχία και η Ιεραρχία θα το δει. Η Ιεραρχία μπορεί να εγκρίνει, μπορεί να διορθώσει, μπορεί να απορρίψει. Αν προχωρήσει, θα τα ξανασυζητήσουμε», δήλωσε με το πέρας της συνάντησης ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, ενώ παράλληλα σημείωσε ότι «ποτέ δεν είχαμε διάσταση με τους ιερείς. Οι ιερείς μας είναι τα μάτια μας και τα χέρια μας και χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να κάνουμε». Εξάλλου, σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, επισήμανε προς τους ιερείς πως «50 χρόνια δίνω μάχη για τα δικαιώματα. Τι έχω να αποδείξω; Αυτά είναι πάντοτε προτεραιότητα». Παράλληλα, παρέδωσε στους ιερείς και υπόμνημα όπου υπογραμμίζεται πως όλα θα είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα. Επιπλέον, ο αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε ότι τελευταία υπάρχει πολλή παραφιλολογία και συνωμοσιολογία. «Λέγονται πολλά που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Αυτό που προέκυψε από τη συνάντηση είναι ότι είμαστε σύμφωνοι με ό,τι αποφάσισε η Ιεραρχία, δηλαδή, να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία, να συγκροτηθεί μία επιτροπή, όπως προβλέπει η απόφαση, στην οποία θα συμμετάσχουν και ιερείς, με στόχο την προάσπιση των συμφερόντων τους», δήλωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Ο αγώνας μας είναι ένα έργο που φαίνεται υλικό, όπως είναι η περιουσία, να το μετατρέψουμε με την προσπάθειά μας σε πνευματικό, ώστε να δώσει καρπούς για τον λαό μας και την πατρίδα μας». Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΙΣΚΕ, πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Σελλής, εξέφρασε την ικανοποίησή του από τη συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, αλλά και από την απόφαση της Ιεραρχίας, επισημαίνοντας ότι θα περιμένουν τις αποφάσεις της επιτροπής, ενώ σημείωσε ότι δεν υπάρχει καμία αντιπαλότητα με τον αρχιεπίσκοπο, καθώς «πάντοτε είμαστε δίπλα στην Ιεραρχία και στον αρχιεπίσκοπο, γιατί ο στόχος μας είναι κοινός».
ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ: ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΙΕΡΕΙΣ
Εν τω μεταξύ η όποια συμφωνία προκύψει μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας για το θέμα της μισθοδοσίας του Κλήρου και της εκκλησιαστικής περιουσίας, θα κυρωθεί στο σύνολό της από τη Βουλή στο μοντέλο των διακρατικών συμφωνιών, δήλωσε ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο orthodoxia.info. Διευκρίνισε μάλιστα, ότι «έχει τεράστια σημασιολογική διαφορά το ψήφισμα ενός νόμου με την κύρωση ενός νόμου. Αυτό σημαίνει ότι για να αλλάξει το σημερινό καθεστώς, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την Εκκλησία, πρέπει να συμφωνήσουν και οι δύο», ενώ τόνισε ότι «ενισχύονται πολλοί περισσότεροι απ' ό,τι σήμερα, και βεβαίως ενισχύονται περισσότερο με το θέμα των οργανικών θέσεων. Γνωρίζετε ότι οι μισοί ιερείς βρίσκονται στον αέρα, γιατί δεν υπάρχουν οργανικές θέσεις. Αυτό είπαμε πως θα το επιλύσουμε», επισήμανε. Ο κ. Γαβρόγλου τόνισε μεταξύ άλλων, ότι η παραμονή των κληρικών στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών δεν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης, η οποία προτίθεται να εξασφαλίσει πλήρως τα δικαιώματά τους. «Η Εκκλησία είναι ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Άρα, καλό θα είναι μέσω των χρημάτων που θα παίρνει από την Πολιτεία, να πληρώνει τα του οίκου της. Και αν θέλει να έχει παραπάνω κόσμο, να μην το κάνει εις βάρος της μισθοδοσίας των ιερέων. Να αποφασίσουμε ποιες είναι οι οργανικές θέσεις και με βάση αυτές να πορευθούμε από εδώ και στο εξής. Η Εκκλησία, αν θέλει να προσλάβει τον οποιονδήποτε, μπορεί να τον προσλάβει με δικές της διαδικασίες», υπογράμμισε και επ' αυτού πρόσθεσε: «Το να πει κανείς ότι θέλει να παραμείνει στην Ενιαία Αρχή, πρέπει να εξετάσουμε αν αυτό τον διασφαλίζει για το μέλλον. Διότι, τι θα γίνει με τις οργανικές θέσεις; Θέλουν οι ιερείς να μείνουν για πάντα ξεκρέμαστοι; Σας υπενθυμίζω ότι οι νομοθετημένες θέσεις είναι έξι χιλιάδες, ενώ οι ιερείς που πληρώνονται είναι δέκα χιλιάδες». Σε ό,τι αφορά στις αντιδράσεις που έχουν προκληθεί για το εν λόγω ζήτημα, ο υπουργός Παιδείας απάντησε ότι «δουλεύουμε πάνω σε ένα κείμενο, το οποίο θα παρουσιάσουμε στην επιτροπή που θα βγει από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) την ερχόμενη εβδομάδα. Θα ξαναδούμε τον Οικουμενικό Πατριάρχη, την Εκκλησία της Κρήτης, τους συνδικαλιστές, με τους οποίους έχω προγραμματισμένο ραντεβού στις 21 Δεκεμβρίου, επί κειμένων πια». Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από τη συνέντευξη του υπουργού, σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση και τη θρησκευτικά ουδέτερη Πολιτεία, «το θέμα του ουδετερόθρησκου πρέπει να το δούμε αποκλειστικά σαν το χαρακτηριστικό ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο εγγυάται την ελευθερία της πίστης όλων των πολιτών. Ακόμα, και της μη πίστης των πολιτών. Άρα, είναι μια ενίσχυση, αν θέλετε, ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως μια ενίσχυση στον σύγχρονο χαρακτήρα ενός κράτους».