Ο εθνικός μας νταλικέρης, όπως συνήθιζε να τον προλογίζει στις συναυλίες που έκαναν μαζί ο Μανώλης Ρασούλης, ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός της Χαρούλας Αλεξίου.
Μια καθαρή λαϊκή φωνή, ένας γνήσιος τραγουδιστής που αγάπησε το ελληνικό τραγούδι σαν ακροατής πριν το τραγουδήσει.
Ο Σαρρής γεννήθηκε στην Θήβα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1948. Όταν ακόμα πήγαινε Δ’ δημοτικού αναγκάστηκε να αφήσει τη γενέτειρά του και να μετακομίσει με την οικογένειά του στο Δουργουτί στο Νέο Κόσμο εξαιτίας προβλημάτων υγείας του πατέρα του.
Από πολύ μικρός είχε πάρει πάνω του τα βάρη της οικογένειας και παράλληλα με το σχολείο διατηρούσε μπακάλικο στην περιοχή. Μετά το θάνατο του πατέρα του άλλαξε 5-6 γειτονιές και τελικά αποφάσισε να μπαρκάρει μόλις τελείωσε το δημοτικό, πριν ακόμα κλείσει τα 12.
Ο ίδιος αναφερόταν με νοσταλγία στα χρόνια που πέρασε στη θάλασσα. Ήθελε από μικρός να γυρίσει τον κόσμο και με τις ανεμότρατες ταξίδεψε μέχρι την Βόρεια Αμερική. Όταν έκλεισε τα 15 έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και μπάρκαρε πλέον νόμιμα.
Όταν ήταν παιδιά η Χαρούλα και ο Γιώργος άκουγαν στο σπίτι μόνο λαϊκή μουσική. Οι γονείς του αλλά και οι θείοι του και ο παππούς του αγαπούσαν το καλό ελληνικό τραγούδι και τα παιδιά ακολούθησαν τα βήματά τους.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν ο Γιώργος πέρναγε σχεδόν κάθε νύχτα που βρισκόταν στην Αθήνα στα μπουζούκια. Άλλοτε για να θαυμάσει την αγαπημένη του αδερφή που είχε αρχίσει ήδη να χτίζει την καριέρα της και άλλοτε για να απολαύσει φίλους, ο Γιώργος χαλούσε, όπως θυμάται ο ίδιος, μια περιουσία στα νυχτερινά μαγαζιά.
«Γιατί δεν βγαίνεις να τραγουδήσεις;» του είπε μια μέρα η Χαρούλα και κάπως έτσι το 1972 ξεκινάει να τραγουδάει. Η πρώτη φάση της καριέρας του έληξε όμως άδοξα το 1978, αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας του.
Ο ίδιος θυμάται ότι οι νέοι τραγουδιστές εκείνη την εποχή δεν είχαν την ευκαιρία να τραγουδήσουν. Έλεγαν, όπως και τώρα, ένα δύο τραγούδια στην αρχή του προγράμματος και μετά όλο το βράδυ καθόντουσαν πίσω από το πρώτο όνομα και έκαναν τα σεκόντα.
Αυτή η κατάσταση τον κούρασε και το 1978 πήγε να ζήσει στην Κέρκυρα κοντά σε ένα φίλο του που διατηρούσε τουριστικό μαγαζί. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν στην Κέρκυρα να έχει φτιάξει το δικό του μαγαζί και να έχει αποφασίσει ότι δεν θα ξαναγυρίσει στη νύχτα.
Το 1982 ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Μανώλης Ρασούλης ετοίμαζαν δίσκο με νέους τραγουδιστές, την Ελένη Βιτάλη, τον Πασχάλη Τερζή και τον Δημήτρη Κοντογιάννη. Όλος ο δίσκος είχε ηχογραφηθεί, η εταιρεία πίεζε για την ολοκλήρωσή του και μόνο ένα τραγούδι είχε μείνει χωρίς ερμηνευτή. Κανείς δεν ήθελε να το πει, ο Χρήστος Νικολόπουλος ήταν σε απόγνωση και ευτυχώς η σύζυγος του Τασούλα το πίστευε πολύ και επέμενε να μπει στην δισκογραφική αυτή δουλειά.
Ένα πρωί ο Νικολόπουλος συνάντησε την Χαρούλα στα στούντιο της Κολούμπια στον Περισσό και την ρώτησε τι κάνει ο αδερφός της. Από εκείνη την πρώτη σκέψη, ο Γιώργος βρέθηκε μετά από λίγες μέρες στην Αθήνα, ηχογράφησε τελικά πέντε τραγούδια αντί για ένα και επέστρεψε στην Κέρκυρα.
Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία, έγινε ο ύμνος των νταλικέρηδων και ο Γιώργος Σαρρής άφησε το δικό του στίγμα στο ελληνικό τραγούδι.
Η δεύτερη φάση της καριέρας του είχε μόλις ξεκινήσει ωστόσο ο ίδιος για προσωπικούς του λόγους δεν αφοσιώθηκε στη νύχτα και έμεινε για πάντα ένα γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δεν επιζητούσε την επιτυχία.
Το ατύχημα που είχε τον 2007 τον καθήλωσε για τέσσερα χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι και παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Χάρη στην γυναίκα του και την αδερφή του κατάφερε να ξεπεράσει κάποια από τα προβλήματα υγείας του ωστόσο η καρδιά του τον πρόδωσε χθες το πρωί.
Ο εθνικός μας νταλικέρης ξεκινάει ένα ακόμα ταξίδι, αυτή τη φορά χωρίς πλοίο και νταλίκα αλλά η φωνή του θα μας θυμίζει πάντα αυτούς τους στίχους από το «Με τα φώτα νυσταγμένα» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του τραγουδιού) «Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς / στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος / το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς / κι όλους όσους δε θυμούνται φορτωμένος».