Το δικαστήριο τού επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών και δύο μηνών για έξι απόπειρες βιασμού, καθώς και για παράνομη οπλοκατοχή, και δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, ζήτησε από το δικαστήριο να δώσει αναστολή στην εκτέλεση της ποινής του μέχρι την έφεση, ενώ ζήτησε να διαταχθεί ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρείο.
Το δικαστήριο αρνήθηκε και τα δύο αιτήματα και έτσι ο 30χρονος οδηγείται στη φυλακή.
Νωρίτερα την ενοχή του 30χρονου είχε προτείνει η εισαγγελέας έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Η εισαγγελική λειτουργός απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου και της υπεράσπισης του, ότι εκδήλωσε ψυχική νόσο, η οποία τον οδήγησε να επιτίθεται σε γυναίκες.
Κατά την εισαγγελική κρίση, ο κατηγορούμενος «δεν είναι ψυχωσικός» και δρούσε «μεθοδευμένα».
Με την πρότασή της η εισαγγελέας ζητά να μην δεχθεί το δικαστήριο την πρόταση της υπεράσπισης που ζήτησε να καταδικαστεί ο 30χρονος με μετατροπή του κατηγορητηρίου για πλημμεληματική προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας ως δράστης μειωμένου καταλογισμού.
«Αν ήθελε να μειώσει τα θύματα, θα έκανε άλλες πράξεις, δρούσε μεθοδευμένα. Οι επιθέσεις γίνονταν σε υπόγειες διαβάσεις που δεν ήταν πολυσύχναστες. Δεν ήταν τυχαία και η επιλογή της ώρας. Δεν προκύπτει ότι είναι ψυχωσικός.
» Αντίθετα, οι συνάδελφοί του κατέθεσαν ότι ήταν λειτουργικός. Ήταν μεθοδικός και αυτό προκύπτει και από την επιλογή των θυμάτων του. Επέλεγε γυναίκες που μπορούσε να χειριστεί. Προσπάθησε μάλιστα στην τελευταία του επίθεση να βελτιώσει τη δράση του, είχε μαζί του μονωτική ταινία».
Απολογούμενος ο 30χρονος επανέλαβε ότι δεν είχε πρόθεση να βιάσει τις γυναίκες, στις οποίες επιτέθηκε, αλλά μόνο «να τις ταπεινώσει», όπως ταπείνωσε και αυτόν «η Τζωρτζέτα», η σύντροφος του η οποία τον απέρριψε και τον πλήγωσε.
Κατά τον κατηγορούμενο η απόρριψη από την γυναίκα αυτή, ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει, ενώ η ταπεινωτική συμπεριφορά της προς αυτόν του δημιούργησε προβλήματα με «παραισθήσεις και φωνές που άκουγε» να τον παροτρύνουν να «ταπεινώσει» άλλες γυναίκες βλέποντας σε αυτές την Τζωρτζέτα.
Ο κατηγορούμενος είπε πως αγάπησε πολύ την γυναίκα αυτή και την βοηθούσε οικονομικά και συναισθηματικά, ώστε να σταματήσει να εργάζεται ως ιερόδουλος, να μάθει καλά ελληνικά, καθώς ήταν από την Ρουμανία και να παντρευτούν.
Εκείνη, ενώ στην αρχή συμφωνούσε με όλα αυτά και του είχε πει να κάνουν μαζί ένα παιδί, αργότερα τον απέρριψε ενώ κάποια στιγμή επανήλθε και ήθελε να πηγαίνει μαζί της στο στούντιο που δούλευε «και να βλέπω τι έκανε με τους πελάτες».
Όπως είπε ο κατηγορούμενος «δεν άντεχα, της έλεγα 'γιατί μου το κάνεις αυτό'; Μου έλεγε 'αυτή είναι η δουλειά μου και πρέπει να την αποδεχθείς'... Μετά χωρίσαμε οριστικά. Με απέφευγε».
Ο κατηγορούμενος απαντώντας σε ερωτήσεις τόσο της προέδρου όσο και της εισαγγελέα υποστήριξε ότι όλες οι πράξεις του ήταν θέμα παρόρμησης και των φωνών που άκουγε: «Ήμουν άρρωστος, παίρνω φάρμακα. Τώρα κατάφερα να ξεπεράσω αυτή τη γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, Δεν τη θέλω πια, ούτε την μισώ ούτε την αγαπώ. Θέλω την επιείκεια σας για να ενταχθώ ξανά στην κοινωνία».