«Δεν κάνουμε τους μάντεις κακών. Αποτυπώνουμε δεδομένα. Και τα δεδομένα αυτή τη στιγμή δείχνουν ότι αν δεν κλείσουμε την αξιολόγηση, δεν μπούμε στο QE και δεν αλλάξουμε σελίδα, τότε δεν αποκλείεται να χρειαστούμε νέο δανεισμό. Και ο νέος δανεισμός, όπως μάθαμε στην οκταετία αυτή, σημαίνει νέο μνημόνιο», τόνισε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ.
Εξηγώντας τι θα σημαίνει η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ανέφερε:
«Σημαίνει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Σημαίνει ότι οι τράπεζες θα αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ, γεγονός που δύναται να οδηγήσει σε σταδιακή απόσυρση των κεφαλαιουχικών ελέγχων. Σημαίνει ακόμη ότι η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει, έστω και δοκιμαστικά, έξοδο στις αγορές. Θα έλεγα όμως ότι μια σημαντική, ίσως και η σημαντικότερη παράμετρος, που θα δημιουργηθεί από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στην Ελλάδα. Και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό για μια οικονομία».
Τόνισε όμως ότι ακόμη και μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, θα συνεχιστεί ο «ανηφορικός δρόμος».
«Κατ' επανάληψη στις εκθέσεις του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έχει επισημάνει ότι η ''χαλάρωση'' δεν είναι όπως ίσως την φαντάζονται κάποιοι. Διότι ναι μεν θα υπάρξει μια ''ανάσα'', όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο δρόμος θα σταματήσει να είναι ανηφορικός. Χρειάζεται ακόμη πολύ προσπάθεια. Και χρειάζεται ακόμη περισσότερη για να υπάρξουν απτά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία», ανέφερε σχετικά.
«Επηρεάζει αρνητικά η συζήτηση για εθνικό νόμισμα»
Ο κ. Λιαργκόβας, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι πρέπει να γίνει συζήτηση για το εθνικό νόμισμα, προκειμένου και οι πολίτες να μάθουν τις επιπτώσεις, κυρίως στην καθημερινότητά τους, από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. «Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν είναι μια απλή υπόθεση και δεν μπορεί να γίνει χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας και στον κάθε πολίτη χωριστά», συμπλήρωσε.
Τόνισε όμως ότι αυτές οι συζητήσεις δεν πρέπει να γίνονται όταν υπάρχουν σοβαρά ζητήματα σε εξέλιξη, διότι επηρεάζουν και μάλιστα αρνητικά. «Συζήτηση πρέπει να γίνεται για όλα στον κατάλληλο χρόνο, με νηφαλιότητα και κυρίως με επιχειρήματα σοβαρά, που θα λαμβάνουν υπόψη ανάλογα γεγονότα σε άλλες χώρες, αλλά και στην ίδια την Ελλάδα κατά το παρελθόν», πρόσθεσε.
«Δεν πρέπει να γίνει οριζόντια μείωση του αφορολόγητου»
Σχετικά με τη συζήτηση για το αφορολόγητο όριο, ο κ. Λιαργκόβας τόνισε ότι σε μία συνολική συμφωνία, βάσει της οποίας θα ολοκληρωθεί η β' αξιολόγηση, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα μέτρα όπως αυτό. «Δηλαδή αν αυτό συνοδευτεί από μια μείωση των φορολογικών συντελεστών και στα φυσικά πρόσωπα; Αν μειωθεί π.χ. ο ΦΠΑ; Δεν μπορούμε να κρίνουμε έτσι απλά. Θα πρότεινα, όμως, να υπάρξει μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα διαχωρίζει και τα φυσικά πρόσωπα. Δηλαδή, θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μειωθεί το αφορολόγητο ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση, ανάλογα με το πόσα παιδιά έχει ο καθένας. Να μην υπάρξει δηλαδή μια απλή οριζόντια μείωση, εάν τελικά μια τέτοια πρόταση είναι στο τραπέζι και την αποδεχθεί φυσικά η ελληνική πλευρά», πρόσθεσε.
Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, δήλωσε ότι μπορεί να γίνει με τη μείωση των φόρων. «Η τακτική των φόρων πάνω στους φόρους είναι φυσικό να έχει αντίκτυπο ως προς την φοροδοτικότητα των πολιτών», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος σε εγγενή προβλήματα που δεν έχουν επιλυθεί, τα οποία έχουν σημειωθεί και στις εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, τόνισε ότι πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, στη Δικαιοσύνη και άλλους τομείς. «Την οκταετία των μνημονίων δεν υπήρξε η απαραίτητη επιτάχυνση ως προς την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων- μεταρρυθμίσεων και όχι μέτρων- για τις οποίες έχουμε δεσμευθεί έναντι και των δανειστών», πρόσθεσε.
«Αν είχαν γίνει οι μεταρρυθμίσεις, δεν θα είχαν εμμονές οι δανειστές»
Σε ερώτηση για το ποιος ευθύνεται για τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και αν έχουν εμμονή οι Θεσμοί με ορισμένα ζητήματα, ο κ. Λιαργκόβας απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι αν είχαν προχωρήσει οι απαραίτητες και συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, τότε ίσως οι δανειστές να μην είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν εμμονές.