ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Έτος 1863. Στις όχθες του Άραχθου έχει στηθεί γλέντι τρικούβερτο. Το καινούργιο γεφύρι της Πλάκας έχει μόλις τελειώσει. Όπως προβλέπει το έθιμο, οι μάστορες γλεντούν μαζί με τους κατοίκους των γύρω χωριών, οι οποίοι βλέπουν τον αποκλεισμό των Τζουμέρκων να τερματίζεται επιτέλους και τους εμπορικούς δρόμους προς την Άρτα να ανοίγουν ξανά.
Μέχρι που ξάφνου, μες τις μουσικές και τις χαρούμενες φωνές, ακούγεται κρότος τρομερός. Το γεφύρι αρχίζει να τρέμει... Μάστορες και κάτοικοι το βλέπουν έκπληκτοι να σωριάζεται μπροστά στα ίδια τους τα μάτια μέσα στα νερά -την ίδια μέρα που η κατασκευή του τελείωσε!
Μπορεί το γεφύρι της Άρτας να είναι αυτό που διαχρονικά έχει επικρατήσει να επικαλούμαστε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι που "ολημερίς το χτίζουνε, το βράδυ γκρεμίζεται", αλλά και το πανέμορφο μονότοξο γεφύρι της Πλάκας έχει τη δική του ιστορία καταρρεύσεων, τριών συν μίας ...παρ’ ολίγον.
Ο φόβος για την κατάρρευση των γεφυριών δεν ήταν ασυνήθιστος μεταξύ των μαστόρων. Όταν ερχόταν η στιγμή να αφαιρεθούν τα υποστυλώματα, πολλοί κρατούσαν την ανάσα τους μήπως αυτά καταρρεύσουν πριν καν προλάβει κάποιος να τα διασχίσει. Δικαίως. Ήταν πολύπλοκες και δύσκολες κατασκευές, οι οποίες μπορεί να αντέχουν αναλλοίωτες επί αιώνες, αλλά για να συμβεί αυτό απαίτησαν την απόλυτη αφοσίωση των δημιουργών τους...
ΙΣΤΟΡΙΑ
Την ιστορία του ιστορικού γεφυριού της Πλάκας, που πριν από λίγες ημέρες παρέσυραν ξανά τα φουσκωμένα νερά του Άραχθου, κάνοντάς το να καταρρεύσει για τρίτη φορά, περιγράφει το βιβλίο "Τα ηπειρώτικα γεφύρια" τού Σπύρου Ι.Μαντά.
"Στο σημείο που βρίσκεται το γεφύρι, ο 'Αραχθος κυλάει δίπλα από μια απότομη πλαγιά, ενώ από την άλλη πλευρά το έδαφος απλώνεται αρκετά πεδινό. Δύσκολη περίπτωση, με αποτέλεσμα το γεφύρι (σ.σ.: όπου προϋπήρχε λίθινη γέφυρα) να πέσει το 1860, σαν η ορμή του νερού, μετακίνησε τον βράχο που στηριζόταν. Το 1863 χτίζεται καινούργιο, με πρωτομάστορα κάποιον μαστρο-Γιώργη από την Κόνιτσα. Ο τελευταίος προκρίθηκε ανάμεσα σε άλλους, μετά από υπόδειξη του κυριότερου χορηγού του έργου, του Γιάννη Λούλη. 'Ομως κι αυτού του γεφυριού η μοίρα υπήρξε τραγική. Την ίδια μέρα που τελείωσε, και ενώ οι μάστοροι σύμφωνα με το έθιμο γλεντούσαν μαζί με τους κατοίκους των γύρω χωριών, η γέφυρα σωριάστηκε [...]".
Για άλλη μια φορά, οι κάτοικοι των Τζουμέρκων βλέπουν να κόβεται ο δρόμος προς το βασικό κέντρο προώθησης των προϊόντων τους, την 'Αρτα. Έτσι, ιδίως τον χειμώνα ήταν πλέον αναγκασμένοι να μένουν στην ύπαιθρο, ακόμη και επί μέρες μέσα στο κρύο και τη βροχή, περιμένοντας να πέσει η στάθμη του ποταμού, ώστε "πεζή δε και θαλασσοπνιγόμενοι μετά των υποζυγίων [....] ή και συνοδεύοντας τα ποίμνιά των, χιλιάδων αιγοπροβάτων" να διασχίσουν τα νερά για να συνεχίσουν τον δρόμο τους προς την 'Αρτα.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν και το 1866 επιχειρείται η τρίτη κατά σειρά κατασκευή. "Ποσό από 38.000 γρόσια ξαναδίνει ο Γιάννης Λούλης, ενώ η κοινότητα των Μελισσουργών προσφέρει 96.000, των Πραμάντων 32.000, των Αγνάντων την ξυλεία συν 48.900 γρόσια, μαζί όμως με άλλα γειτονικά χωριά. Τελικά το ποσό έφτασε τα 180.000 γρόσια. Τούτη τη φορά, το έργο αναλαμβάνει ο μαστρο-Κώστας ο Μπέκας. Χτίζει έτσι από τον Ιούλη μέχρι και το Σεπτέμβρη, ένα πανέμορφο και επιβλητικό γεφύρι, μονότοξο", διαβάζουμε στο βιβλίο "Τα ηπειρώτικα γεφύρια".
Ακόμη κι αυτό το ολοκαίνουργιο γεφύρι όμως, λίγο έλειψε να ακολουθήσει τη μοίρα των τριών προηγούμενων, γιατί τα πρώιμα πρωτοβρόχια ανάγκασαν τα μαστόρια να απομακρύνουν πρόωρα τις σκαλωσιές, κάτι που προξένησε μια ελαφρά κλίση στην κατασκευή, δύσκολα ορατή με την πρώτη ματιά.
Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν επιτέλους ένα στέρεο πέρασμα. Το οποίο όμως δεν έμελλε να χαρούν για πολύ... Το 1881 ο 'Αραχθος εξελίσσεται στο σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας και το πέρασμα αχρηστεύεται τουλάχιστον μέχρι το 1913...
Ο χρόνος για τους μάστορες της πέτρας ήταν συνυφασμένος με τη λέξη «αργά», όπως προκύπτει από διήγηση του μάστορα Δήμου Φλίνδρη στο περιοδικό "Αρμολόι". "Όλη τους η τέχνη ήταν μια λέξη: αργά. 'Οσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μαστόροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μην βιάζονται. Γλεντούσαν την αργάδα τους [...]".
Η ζωή των μαστόρων της πέτρας, που τους ταξίδεψε μέχρι τη μακρινή Περσία και ακόμη πιο μακριά, μπορεί να μην ήταν εύκολη αλλά ήταν συναρπαστική και ενίοτε φαίνεται ότι τούς έδινε και μια ιδιαίτερη τόλμη απέναντι στον θάνατο. Μια ζωή "στο φευγιό" βλέπεις...
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του μάστορα Αντώνη Κωνσταντινίδη ή Μητσαντώνη, που πρωτομπήκε στη δουλειά το 1929, όπως την κατέθεσε στον Σπύρο Μαντά, στην έκδοση "Περί Πετρογέφυρων": "'Ηταν πολύ δύσκολη [η δουλειά μας]. 'Επρεπε να έχεις γερή κράση σαν άνθρωπος. Αλλιώς δεν γινόταν. Δεν μπορούσε ο οποιοσδήποτε να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά. Και επιπλέον, για να φτιάξεις κάτι, ένα έργο της προκοπής, έπρεπε να το αγαπάς, να μην κοιτάς μόνο το πορτοφόλι [...] Πότε βλέπαμεν εμείς το χωριό; Πότε τις οικογένειές μας, τις γυναίκες μας; 'Ολο φεύγαμεν".