Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Ιούνιο του 2014, σε χωριό έξω από την Κατερίνη, όπου ζούσε η οικογένεια Ένα χρόνο αργότερα, το ανδρόγυνο κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, το οποίο τους τιμώρησε με κάθειρξη 15 ετών, έκαστο, αλλά κατά της απόφασης είχε ασκηθεί έφεση από εισαγγελέα, με συνέπεια η δίκη να επαναληφθεί από μηδενική βάση, αυτή τη φορά από ΜΟΕ.
Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αυτής της ασύλληπτης υπόθεσης κακοποίησης περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι γονείς έστελναν τα ηλικίας 9 και 8 ετών, τότε, παιδιά τους (αγοράκι και κοριτσάκι) να κλέψουν κι όταν αυτά επέστρεφαν με άδεια τα χέρια στο σπίτι, τα βασάνιζαν.
Κατά το κατηγορητήριο, τα έδεναν πισθάγκωνα και τα χτυπούσαν ανελέητα, άλλοτε με πλάστη κι άλλοτε με βέργα, τα έστελναν τη νύχτα γυμνά να κοιμηθούν έξω, έκαιγαν τα χέρια τους με τσιγάρο ή μεταλλική βέργα σόμπας κ.ά., ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έτρωγαν επιδεικτικά μπροστά στα ανήλικα, αφήνοντάς τα νηστικά. Οι δάσκαλοι των παιδιών -που σήμερα ζουν σε ανάδοχες οικογένειες- είχαν διαπιστώσει σημάδια κακοποίησης και υποσιτισμού, οπότε άρχισε να ερευνάται η υπόθεση.
«Καταπέλτης» για τους κατηγορούμενους αποτελέσαν οι ιατρικές γνωματεύσεις, όπου αναφέρεται ότι τα δύο αδελφάκια έφεραν εκδορές, μώλωπες, κατάγματα και εγκαύματα. Απολογούμενοι, ο Έλληνας πατέρας και η Ρουμάνα μητέρα, αρνήθηκαν τα περί κακοποίησης, λέγοντας ότι κάποιες φορές τα χτυπούσαν με βέργα για να τα συνετίσουν, επειδή έκλεβαν και ήταν άτακτα.
Το δικαστήριο τούς έκρινε ένοχους για τις πράξεις τους χωρίς να τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό, ενώ αποφάσισε να μην έχει ανασταλτικό χαρακτήρα η έφεση, με αποτέλεσμα να πάρουν το δρόμο για τις φυλακές.