Οι Φίλιπποι αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους και πληρέστερους αρχαιολογικούς χώρους της βόρειας Ελλάδας, με πλήθος μνημείων, τα οποία συνδέονται με τη διαχρονική εξέλιξη της πόλης από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια. Η στρατηγική θέση της, που διέκρινε ο Φίλιππος Β', αναβαθμίζεται με την «Εγνατία Οδό».
Μετά τη δραματική μάχη το 42 πΧ, που καθόρισε την πολιτική ιστορία του ρωμαϊκού κράτους, ζει μία περίοδο ακμής ως ρωμαϊκή αποικία (Colonia Augusta Julia Philippensis). Σε αυτό το ζωηρό αστικό κέντρο ήρθε ο Απόστολος Παύλος και ίδρυσε την πρώτη χριστιανική εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος το 49-50 μΧ, γεγονός που έμελλε να αλλάξει, τόσο τη φυσιογνωμία της πόλης, όσο και της ηπείρου.
Με την αναγνώριση του χριστιανισμού και την καθιέρωσή του ως επίσημης θρησκείας του κράτους στην πόλη, ιδρύθηκαν επιβλητικοί χριστιανικοί ναοί, ένα πανόραμα παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής.
Οπως αναφέρει, σε ανακοίνωσή του, το υπουργείο Πολιτισμού, «η κατάρτιση του φακέλου της υποψηφιότητας του Αρχαιολογικού Χώρου των Φιλίππων, που ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2015, υπήρξε αποτέλεσμα μίας συντονισμένης και συστηματικής προσπάθειας των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και ειδικά της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και συγκεκριμένα της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας-Θάσου και του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, ενώ σημαντική ήταν, επίσης, η αρωγή του πρώην Δήμου Φιλίππων και του νυν Δήμου Καβάλας, που εκφράζουν την ένθερμη υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας».
Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η Εξέχουσα Οικουμενική Αξία της πόλης των Φιλίππων τεκμηριώνεται, τόσο βάσει της αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της, όσο και λόγω της παρουσίας του Αποστόλου Παύλου, η οποία σηματοδότησε τις απαρχές του Χριστιανισμού στην Ευρώπη.
Μετά την ένταξη του Αρχαιολογικού Χώρου των Φιλίππων, ο Κατάλογος Παγκόσμιας Κληρονομιάς αριθμεί, πλέον, 18 εγγραφές από την Ελλάδα.
«Η σημαντική αυτή επιτυχία, ένας ακόμη σταθμός στο πολυσχιδές έργο του ΥΠΠΟΑ και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έρχεται να τονίσει το εύρος και τις δυνατότητες της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας για περαιτέρω προβολή και ανάδειξη, αλλά και τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που δημιουργεί», καταλήγει η ανακοίνωση του υπουργείου.