Ειδικότερα, ο κ. Αγγελής δεν προσήλθε να δώσει κατάθεση, αν και επανειλημμένως κλήθηκε να κατονομάσει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα εκείνα που επιχείρησαν να χειραγωγήσουν την κρίση του.
Προκειμένου να μην προσέλθει, επικαλέστηκε ότι η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης τον έστειλε στην Ρουμανία για την εκπροσωπήσει, ενώ άλλοτε επικαλέστηκε λόγους υγείας.
Τελικά, ο εν λόγω εισαγγελικός λειτουργός δεν προσήλθε ποτέ να δώσει κατάθεση για να επιβεβαιώσει τις καταγγελίες του, για τις οποίες είχε ενημερώσει τον υπουργό Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλο, τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης, Δ. Παπαγγελόπουλο και την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Β. Θάνου.
Ο κ. Ρασιδάκης στο πλαίσιο της έρευνάς του κάλεσε και εξέτασε περίπου 20 δικαστικούς και εισαγγελείς, οι οποίοι είχαν σε διάφορα στάδια ασχοληθεί με κάποιο κομμάτι από την επίμαχη υπόθεση.
Στο πολυσέλιδο πόρισμά του των 110 σελίδων, ο κ. Ρασιδάκης, σύμφωνα με πληροφορίες, καταλήγει ότι οι καταγγελίες του κ. Αγγελή δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, ενώ υπογραμμίζει ότι αυτές μειώνουν και θίγουν την τιμή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που αναφέρονται στην καταγγελία.
Κλείνοντας, ο κ. Ρασιδάκης καταλήγει ότι κατόπιν αυτών καθίσταται σαφές ότι «δεν προέκυψαν παντάπασι ενδείξεις ή υπόνοιες που να πιθανολογούν έστω τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους των αναφερομένων εισαγγελικών λειτουργών ως υπόπτων τέλεσης αξιοποίνων πράξεων στις αναφορές του εισαγγελέως Εφετών Ιωάννη Αγγελή».