Οι εξαρτημένοι είναι μια από τις πιο περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Υποσιτίζονται, έχουν περισσότερα προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, παρουσιάζουν υψηλότερη θνησιμότητα. Συχνά αποκλείονται από τις υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας. Σε συνθήκες, μάλιστα, κοινωνικής στέρησης, φτώχειας και ανεργίας, όπως αυτές που βιώνει η χώρα μας, η χρήση ναρκωτικών, η εξάρτηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός εντείνονται.
Σύμφωνα με στοιχεία, 27.000.000 άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τη χρήση ναρκωτικών και σχεδόν 200.000 πεθαίνουν κάθε χρόνο από υπερβολική δόση ή άλλες σχετιζόμενες με τα ναρκωτικά αιτίες.
Στην Ελλάδα, σχεδόν 20.000 οικογένειες ζουν με το πρόβλημα της εξάρτησης από ναρκωτικά. «Η εξάρτηση δεν αφορά συγκεκριμένο «τύπο» ανθρώπων, δεν είναι ηθική παρεκτροπή, δεν είναι έγκλημα, δεν είναι ασθένεια. Είναι ένα σύμπτωμα πίσω από το οποίο βρίσκεται ένας ιδιαίτερος για κάθε άνθρωπο συνδυασμός από αιτίες, κυρίως ψυχολογικές και κοινωνικές», τονίζει το ΚΕΘΕΑ.
Σημειώνει ότι η θεραπεία είναι η αποτελεσματικότερη απάντηση που διαθέτουμε απέναντι στο πρόβλημα. «Δίνοντας στους εξαρτημένους τη δυνατότητα θεραπείας, ώστε να αντιμετωπίσουν τα αίτια της εξάρτησής τους και τα προβλήματα που συνδέονται με αυτήν, μπορούμε να ανοίξουμε τον δρόμο για την ένταξή τους στην κοινωνία». Όπως αναφέρει το ΚΕΘΕΑ, επτά στους δέκα από όσους ολοκληρώνουν πρόγραμμα απεξάρτησης του ΚΕΘΕΑ παραμένουν «καθαροί» και ενταγμένοι 5 χρόνια μετά. Τα οφέλη της θεραπείας δεν αφορούν μόνο τον χρήστη και την οικογένειά του, αλλά ολόκληρη την κοινωνία.