Εναρμονισμένο με σεβασμό τόσο με το περιβάλλον όσο και με την παράδοση του τόπου, το Μουσείο συστήνει στους επισκέπτες την ιστορία της μαστίχας αλλά και των ανθρώπων που έδεσαν απόλυτα τη ζωή τους με τη ρητίνη η οποία «δακρύζει» μόνο εδώ. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό εξηγούνται στο Μουσείο, όπως και όλα όσα αφορούν την πολύτιμη ρητίνη: Οι Χιώτες μαστιχοκαλλιεργητές από την αρχαιότητα διάλεγαν και καλλιεργούσαν μόνο τους καλύτερους σχίνους, δημιουργώντας ένα νέο είδος σχίνου, ιδιαίτερα παραγωγικού σε μαστίχα, της ποικιλίας pistacia lentiscus Chia. Παράλληλα φρόντιζαν να αξιοποιήσουν το ιδιαίτερο κλίμα της περιοχής (η νότια Χίος έχει ήπιους χειμώνες και ζεστά, ξηρά καλοκαίρια, που επιτρέπει στη μαστίχα να στεγνώσει). Κυρίως, όμως, κατάφεραν να ορίσουν ως σημαντικό αυτό το προϊόν και να το διαχειριστούν εμπορικά, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στο αμείωτο ενδιαφέρον για τη μαστίχα από την αρχαιότητα ως σήμερα, με χρήσεις που συνεχώς ανανεώνονται.
Η πρώτη ενότητα της μόνιμης έκθεση δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη μαστίχα, τον σχίνο και την καλλιέργειά του. Όχι όμως στεγνά. Η βιωματική εμπειρία έχει ιδιαίτερη θέση στους χώρους της, καθώς τραγούδια της μαστίχας, τα σχινιάτικα, «καλωσορίζουν» τον επισκέπτη, προσκαλώντας τον να κάνει το ταξίδι που έχει ετοιμάσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα στιχάκια που μπορεί κανείς να διαβάσει σε πλαίσια που περιστοιχίζουν την εισαγωγή της έκθεσης και τα οποία προσδιορίζουν, εκτός από εργασίες, και το ίδιο το δέντρο: «Είμαι δεντρίν ακούραστον και πάντα δακρυσμένον», αυτοσυστήνεται σε ένα από αυτά για να δώσει τη σκυτάλη στο προϊόν του, καθώς δοχεία με μαστίχα βρίσκονται εκεί για να αγγιχτούν. Την ίδια στιγμή, το μοναδικό της άρωμα κατακλύζει παντού τον χώρο.
Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις εργασίες για την παραγωγή της μαστίχας. Χωρίς να αποτελούν την αποκλειστική καλλιέργεια για τους κατοίκους της περιοχής, οι εργασίες της μαστιχοκαλλιέργειας, ιδιαίτερα κοπιώδεις, λαμβάνουν χώρα σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η προετοιμασία του χειμώνα, δίνει τη θέση της στη καθεαυτή καλλιέργεια, δηλαδή στο «κέντημα» και στη συλλογή της μαστίχας, η οποία γίνεται από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο. Ειδικά εργαλεία, τα κεντητήρια, κάνουν το ρίνιασμα, το πρώτο «ξύπνημα» του δέντρου με τυχαίες χαρακιές στον φλοιό του, ενώ μετά από κάποιες εβδομάδες ξεκινά το συστηματικό «κέντημα». Η παραγωγή της μαστίχας είναι η αντίδραση του δέντρου για να επουλώσει αυτές τις πληγές.
Το φθινόπωρο, μετά τη συγκέντρωση της μαστίχας στα χωριά και την «ξεκούρασή» της ώστε να σταθεροποιηθεί με την ψύχρα της εποχής, ξεκινά το επόμενο στάδιο της επεξεργασίας, δηλαδή το κοσκίνισμα, το πλύσιμο και το καθάρισμα.
Οι γυναίκες παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλα τα στάδια, φυσικά και στον καθαρισμό, όπως δηλώνουν σχετικές μεγεθυμένες φωτογραφίες της έκθεσης. Ιδιαίτερη είναι και η μορφή της γυναικείας συλλογικότητας που αναπτύχθηκε στους οικισμούς της μαστίχας. Πρόκειται για τις εσμειχτές, δανεικές ή συντρόφισσες, τις γυναικείες παρέες που ξεκινούσαν από τα παιδικά χρόνια και διαρκούσαν μια ζωή.
Μέσα από την εγγραφή της μαστιχοκαλλιέργειας στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας το 2014 από την UNESCO, αναγνωρίστηκε ότι τα Μαστιχοχώρια και οι κάτοικοί τους συνιστούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο πολιτισμικό γεγονός. Γι' αυτό η διαχρονία και η αειφορία της μαστίχας παίζουν σημαντικό ρόλο στο σκεπτικό της έκθεσης, καθώς τα πάντα (εργασία, συνήθειες, παράδοση) αποκτούν συμβολική αξία, αλλά και θέση στον χώρο της, όπως τα ταπεινά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν, καθώς και οι νεότερες παραλλαγές τους.
Η μαστίχα άφησε το ίχνος της και στην πολιτιστική κληρονομιά του νησιού, όπως διαφαίνεται στη δεύτερη ενότητα της μόνιμης έκθεσης. «Αρωγός» της το πλούσιο εποπτικό υλικό και οι νέες πολυμεσικές εφαρμογές, που αναδεικνύουν τη διαμόρφωση του πολιτιστικού τοπίου της μαστίχας στον χώρο και στον χρόνο. Η μαστίχα «επιβάλλεται» στην περιοχή, γεγονός που διαφαίνεται σε πολλές ιστορικές στιγμές. Το πρώτο υλικό τεκμήριο για την καλλιέργεια και τη διαχείρισή της ξεκινά από τα βυζαντινά χρόνια, όταν η Νέα Μονή της Χίου (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO), που ιδρύθηκε με χρυσόβουλο το 1042, κληρονόμησε φυτείες σχίνου.
Άλλα σαφή ίχνη της «παρουσίας» της είναι το γεγονός του μονοπωλίου της μαστίχας που είχε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου και αργότερα η Μαόνα, η μετοχική εταιρεία πλοιοκτητών που είχε συσταθεί για να βοηθήσει τη Γένοβα (η οποία κατέλαβε το νησί το 1346) να εκστρατεύσει ναυτικά. Από το 1346 ως και το 1566 η εταιρεία αυτή, που είχε τον απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή της μαστίχας, δημιούργησε τις βάσεις για την ίδρυση των οικισμών κι έθεσε το στίγμα της στην αρχιτεκτονική του τόπου (όπως ο οικισμός των Ολύμπων, μακέτα του οποίου βρίσκεται στο μουσείο).
Μετά την οθωμανική κατάκτηση (1566), η μαστίχα συνέβαλε αποφασιστικά στην απονομή προνομίων στους κατοίκους των Μαστιχοχωρίων. Οι «ενδυματολογικές ελευθερίες» των Χιωτών συγκαταλέγονται σε αυτά, όπως το δικαίωμα να φοράνε λευκό σαρίκι σαν τους προνομιούχους Τούρκους πολίτες ή τα κοντά λευκά πτυχωτά φουστάνια των γυναικών στα Μαστιχοχώρια, που πήραν στοιχεία από τη φορεσιά των αρχοντισσών της Χίου, αλλά προσαρμόστηκαν για τις αγροτικές εργασίες.
Η συνεταιριστική εκμετάλλευση, η μεταποίηση της μαστίχας στους νεότερους χρόνους και οι χρήσεις της πρωταγωνιστούν στην τρίτη ενότητα, όπου, εκτός των άλλων, πρωτότυπα παλιά εργοστασιακά μηχανήματα τίθενται σε λειτουργία, προκειμένου να ανακινήσουν ένα σημαντικό γρανάζι της παραγωγικής ιστορίας της Ελλάδας. Η έκθεση συνεχίζεται υπαίθρια στην περιοχή κάτω από το κτίριο του μουσείου, όπου μαστιχόδεντρα «συναντούν» ανθρώπους-γλυπτά, τα οποία σχολιάζουν διακριτικά τη μακραίωνη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Οι επισκέπτες δεν έχουν παρά να τα ανακαλύψουν και αν είναι τυχεροί (το καλοκαίρι σίγουρα θα είναι) να δουν από κοντά τα πολύτιμα «δάκρυα» που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της περιοχής.
Το Μουσείο Μαστίχας Χίου υλοποιήθηκε από το ΠΙΟΠ, με τη συνεργασία της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου, των υπουργείων Οικονομίας, Ανάπτυξης & Τουρισμού και Πολιτισμού & Αθλητισμού, καθώς και του Δήμου Χίου. Το έργο εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» ΕΠΑΝ ΙΙ στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 και συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.
Τα κτίριο, που αναπτύσσεται σε έκταση 3.270 τ.μ., είναι χτισμένο σε 12 στρέμματα από τα οποία τα 5 είναι μαστιχώνας.