(Κείμενο- Φωτογραφίες
Τζέκας Λεωνίδας)
Βρίσκομαι μπροστά στη σκηνή 245, στο πρώην στρατόπεδο «Ευθυμιόπουλου» στη Μάνδρα όπου φιλοξενούνται οι πρόσφυγες. Πάνω από τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους λόγω του πολέμου ή της φτώχειας. Ήρθε η εποχή που και η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και τους προσφυγικούς καταυλισμούς να απλώνονται σε όλη την επικράτεια. Δίπλα μου βρίσκεται μια παρέα νεαρών Αφγανών που διέσχισαν 5.000 χλμ. για να βρεθούν στη γη της επαγγελίας, στην Ευρώπη.
Όμως τι είναι για μας το Αφγανιστάν. Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έστρεψαν το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας σε ένα κράτος ελάχιστα γνωστό για την ιστορία του, ακόμη ίσως και για την ύπαρξή του. Μολονότι το Αφγανιστάν επανήλθε στην επικαιρότητα με έναν τρόπο που έμελλε να αλλάξει τους συσχετισμούς των δυνάμεων ανοίγοντας τον «ασκό του Αιόλου» για ένα νέο είδος πολιτικής, θρησκευτικής αλλά και κοινωνικής κρίσης, εάν κοιτάξει κανείς το πολυτάραχο παρελθόν του, που καλύπτει 5.000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού. Αποτέλεσε το κόκκινο πανί για τους Αμερικανούς γιατί ήταν το κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν και της Αλ Κάιντα. Από εδώ περνούσε κάποτε ο δρόμος του μεταξιού, ο εμπορικός δρόμος μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτισμών εκείνης της εποχής, της Κίνας και της Ρώμης. Το μετάξι μεταφερόταν προς τη Δύση, ενώ ο χρυσός, το ασήμι και το μαλλί έπαιρναν τον δρόμο της Ανατολής.
Στο παρελθόν πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να κατακτήσουν τον αφιλόξενο, βραχώδη τόπο και απέτυχαν με τον πιο επώδυνο τρόπο. Ο Μέγας Αλέξανδρος φαίνεται πως ήταν ο μοναδικός στρατηλάτης που κατόρθωσε να κατακτήσει ολοκληρωτικά το Αφγανιστάν. Στη σύγχρονη ιστορία κανένας στρατός δεν κατάφερε να υποδουλώσει αυτή τη χώρα - ούτε η Βρετανία , ούτε ο στρατός της άλλοτε πανίσχυρης Σοβιετικής Ένωσης αλλά ούτε και η Αμερική σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ.
Η χώρα γνώρισε την εξουσία τον Ταλιμπάν, που ήθελαν να αναδείξουν το Αφγανιστάν σε ισλαμικό κράτος. Επέβαλαν τον μεσαίωνα και κατέστρεψαν μεγάλο κομμάτι της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς της. Το μεγάλο «θύμα» των Ταλιμπάν είναι οι γυναίκες. Εγκλωβισμένες από μια σειρά «αρχών» και «ηθικών» μέτρων που τις θέλουν υποτελείς χωρίς δικαιώματα να μένουν δέσμιες στο σπίτι, καταδικασμένες επ’ αόριστον στη σιωπή. Τυλιγμένες επί ποινή θανάτου στην «μπούργκα», υποχρεώνονται να εγκαταλείπουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Το Αφγανιστάν είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο οπίου και ηρωίνης. Ο πληθυσμός αποτελείται από διάφορες φυλές. Οι Παστούν (Pashtun) αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα, ακολουθούμενοι από τους Τατζίκους (Tajiks), τους Χαζάρας (Hazaras), τους Ουζμπέκους και τους Aimak. Σε πολύ μικρότερα ποσοστά είναι οι φυλές Μπαλούχ ( Baluch) και Τουρκμέν (Turkmen). Οι επίσημες γλώσσες είναι Ντάρι (Dari) και Παστό (Pashto). Το 80% περίπου του πληθυσμού είναι Σουνίτες και το 19% Σιίτες.
Ο φυλετικός διαχωρισμός συνεπάγεται συχνά και γεωγραφικό διαχωρισμό, είναι ένα μωσαϊκό πολλών διαφορετικών στοιχείων, που καλούνται να συνυπάρξουν στη χώρα, το Ισλάμ είναι ο καταλύτης που διαμορφώνει το νομικό και πολιτικό σύστημα ο επιμερισμός εξουσιών σε τοπικό ,περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, και η ίδια η γεωγραφία, που διαμορφώνει ένα συχνά δύσβατο τοπίο, που απομονώνει τις ομάδες και φυλές μεταξύ τους, παράγοντες, που κατά διαστήματα οδηγούν στις εσωτερικές συγκρούσεις.
Οι Αφγανοί εξακολουθούν επί το πλείστον να αντιλαμβάνονται τη σύνδεσή τους με το Αφγανιστάν βάσει φυλής, οικογένειας και θρησκείας και όχι εθνικής ταυτότητας. Η σύνδεσή τους, επομένως με το κράτος-έθνος είναι τοπική και συχνά θρησκευτική.
Ο Φίρους, ο Σαμπούρ και ο Χάμεντ, κατάγονται από την πόλη Χεράτ, μοιραστήκαν μαζί μου τις ιστορίες τους αλλά και τις ανησυχίες τους για το μέλλον.
Το Χεράτ είναι παραποτάμια πόλη που βρίσκεται στη κοιλάδα του Χαρίρουντ ποταμού, που ρέει από τα όρη του κεντρικού Αφγανιστάν προς το Τουρκμενιστάν. Ο Ηρόδοτος φέρεται ν΄ αποκαλούσε τη Χεράτ "αρτοκάλαθο της Ασίας". Την ίδρυσε ο Μεγάλος Αλέξανδρος το 330 π.Χ. όταν επιστρέφοντας από τη Βακτριανή επιτέθηκε στον σατράπη Σατιβαρζάνη και τον έτρεψε σε φυγή. Ο τελευταίος άφησε την έδρα του Αρτακόανα. Τότε ο Έλληνας βασιλιάς έκτισε δίπλα στην παλαιά περσική έδρα τη νέα του πόλη Αλεξάνδρεια (Αλεξάνδρεια Αρείας), πάνω στον ποταμό Ώχο ή Άρειο, στο καταλληλότερο σημείο τής εκεί σχηματιζομένης κοιλάδας. Τότε κτίσθηκε και η ακρόπολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Qala Iktyaruddin) που υπάρχει ακόμη και σήμερα με πολλές τροποποιήσεις.
Ο Φίρους είναι 26 χρόνων και ήταν ράφτης, έμεινε με τους γονείς του και συχνά είχε προβλήματα με τους Ταλιμπάν, που απαιτούσαν τυφλή υπακοή στον ισλαμικό νόμο. Η καθημερινότητά του δεν διέφερε από τους άλλους νέους. Πήγαινε στη δουλειά, στον ελεύθερο χρόνο του έβγαινε βόλτα με τους φίλους και βοηθούσε τους γονείς του στο σπίτι. Ήθελε να σπουδάσει αλλά ήταν πολλοί επικίνδυνο γιατί ή Ταλιμπάν έκλεισαν όλα τα πανεπιστήμια. «Κάθε μέρα δέχεσαι απειλές για τη ζωή σου, παντού γίνονται εκρήξεις, σκοτωμοί, απαγωγές. Δεν έχουμε μια φυσιολογική ζωή και φοβάσαι για την οικογένειά σου.
Θέλω να πάω στη Γερμανία γιατί άκουσα από άλλους συμπατριώτες μου ότι δίνουν τη δυνατότητα στους πρόσφυγες, να μάθουν τη γλώσσα, να μορφωθούν και να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή ζωή.
Το Κοράνι λέει ότι πρέπει να δουλεύουμε και μόνοι μας να δίνουμε λύση στα προβλήματά μας. Οι προσευχές δεν αξίζουν τίποτα αν οι άνθρωποι δεν δουλεύουν».
Με ένα πλατύ χαμόγελο ο Φιρούς μου προσφέρει ένα ποτήρι τσάι .
Ο Χάμεντ είναι μόλις 17 χρόνων μαθητής που δεν πρόλαβε να τελειώσει το σχολείο. Τα μαλλιά του ήδη έχουν γκριζάρει και στο βλέμμα του διακρίνω αρκετό φόβο. Με ερωτάει αν η εφημερίδα όπου θα δημοσιευτεί η φωτογραφία του κυκλοφορεί στο Αφγανιστάν γιατί φοβάται μην θέσει σε κίνδυνο την οικογένειά του. Όχι - του απαντώ.
«Στο Χεράτ έμεινα με τη μητέρα μου Μάλεκε και τα αδέλφια μου - μου διηγείται με ηρεμία την ιστορία του - ο πατέρας μου σκοτώθηκε από τους Ταλιμπάν. Πήγαινα στο σχολειό και ονειρευόμουν να σπουδάσω πληροφορική, όμως στο σχολειό συχνά γίνονταν εκρήξεις από φανατικούς καμικάζι, άλλοι μας πυροβολούσαν στο δρόμο, τηλεφωνούσαν στο σπίτι και απειλούσαν τη μάνα μου να σταματήσω το σχολείο. Πήρα την απόφαση να φύγω γιατί στην πατρίδα μου κάθε μέρα σκοτώνονται άνθρωποι . Ξεκίνησα αυτό το ταξίδι χωρίς να ξέρω τι θα συναντήσω και αν θα καταφέρω να φτάσω στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στην Αγγλία γιατί άκουσα ότι εκεί υπάρχει αφγανική κοινότητα όμως και το κράτος βοηθά τους προσφυγές. Δεν ξέρω ακόμα πόσες δυσκολίες με περιμένουν αλλά ελπίζω να τα καταφέρω. Migozarad (θα περάσει) αδελφέ μου ! Νιώθω περίεργα, εδώ στην Ελλάδα όλα είναι τόσο διαφορετικά. Θέλω το γρηγορότερο να ανοίξουν τα σύνορα και να φτάσω στον προορισμό μου, θα ήθελα να ευχαριστήσω από την καρδιά μου, που μας βοηθάτε τόσο».
Περπατώντας στον καταυλισμό βρέθηκα μπροστά σε μια σκηνή όπου οι γυναίκες ετοίμαζαν το απογευματινό τραπέζι. Ο Μοχάμαντ Χαακίμ από το Αρντάκ του Αφγανιστάν με προσκαλεί να δειπνήσουμε μαζί με τη φαμίλια του, αρνούμαι ευγενικά και ζητώ την άδεια να τραβήξω μερικές φωτογραφίες ... Yes ,Yes μου απαντάει και κάθεται σταυροπόδι καλώντας όλους να πάρουν θέση γύρω από το φαγητό.
Συνεχίζω να περπατώ ανάμεσα στις σκηνές ψάχνοντας για κάποιες χαρακτηριστικές εικόνες. Μπροστά μου εμφανίζεται ένας μεσήλικας Αφγανός, ο Αλί Μπούκρα και μου δείχνει ένα βάζο γεμάτο με σκορπιούς. «Έχει πολλούς εδώ, τσιμπάνε, είναι επικίνδυνοι. Υπάρχουν και παιδιά»- προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με σπαστά αγγλικά και χειρονομίες . Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία τόσο τα προβλήματα στον καταυλισμό θα μεγαλώνουν.
Καθώς είχα τελειώσει και κατευθυνόμουν στην έξοδο μια ομάδα νεαρών, πρόσεξαν προφανώς τον φωτογραφικό μου εξοπλισμό, με σταμάτησαν για να μου δείξουν το φίδι που είχαν σκοτώσει πριν από λίγο.