* Κώστας Μπαργιώτας
Βουλευτής Λάρισας με το Ποτάμι
υπεύθυνος του Τομέα Υγείας
Στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε ολοκληρώθηκε η κατεδάφιση του συστήματος υγείας της χώρας, καθώς η κυβέρνηση απέφυγε επιμελώς να παρέμβει με οποιοδήποτε ουσιαστικό τρόπο στην κρίσιμη κατάσταση που παρέλαβε από τους προκατόχους της. Με την εξαίρεση της εμμονής της στην απόλυση όλων των διοικήσεων, που οδήγησε σε ακέφαλα και αδιοίκητα νοσοκομεία εδώ και πολλούς μήνες, το Υπουργείο Υγείας απείχε συστηματικά από το κοινοβουλευτικό έργο. Τελικά, υπό τον κίβδηλο τίτλο «Παράλληλο Πρόγραμμα» και μετά από πολλά βάσανα (αιφνίδια απόσυρση του νομοσχεδίου και ευρωπαϊκή κατακραυγή, επανακατάθεση του ίδιου νομοσχεδίου ενώ είχαν αφαιρεθεί 42 διατάξεις κ.λπ.) ψηφίστηκε από τη Βουλή το πρώτο νομοσχέδιο για την υγεία μετά από ένα χρόνο ακατάσχετης παροχολογίας. Πρόκειται για νομοσχέδιο-ορισμό της «κακής νομοθέτησης» (101 άρθρων, 8 Υπουργείων) που μάλλον δεν θα εφαρμοστεί, καθώς απαιτείται η έκδοση 47 Υπουργικών Αποφάσεων (!), 13 Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (!) και 2 Προεδρικών Διαταγμάτων.
Με ομολογημένη από την ίδια την ηγεσία του Υπουργείου την άθλια κατάσταση νοσοκομείων, κέντρων υγείας και ΠΕΔΥ, το νομοσχέδιο απογοήτευσε. Άνισο, άτολμο και εντελώς ανέτοιμο. Δεν περιέχει ούτε μια -μικρή έστω- μεταρρύθμιση: μπαλώματα, μερεμέτια και κυρίως ρυθμίσεις τακτοποίησης συντεχνιακών εκκρεμοτήτων γιατρών και νοσηλευτών.
Ακόμη και η υποτιθέμενη «επανάσταση» στην κάλυψη των ανασφάλιστων, με την οποία η κυβέρνηση επιχείρησε να αξιοποιήσει επικοινωνιακά το «Παράλληλο Πρόγραμμα», είναι στην ουσία διακήρυξη προθέσεων: Είναι πρακτικά ανεφάρμοστη, καθώς παραπέμπει ουσιώδεις ρυθμίσεις στην έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν διευκρινίζει ούτε ποιους ακριβώς αφορά η ρύθμιση ούτε πότε θα αρχίσει η εφαρμογή της. Η κυοφορία επί ένα ολόκληρο έτος μιας τόσο πρόχειρης διάταξης δημιουργεί εύλογες ανησυχίες πως πρόκειται τελικά για ανεμογκάστρι. Ένα ακόμα, για να είμαστε ακριβείς. Η κυβέρνηση, μετά από πολλές παλινωδίες, κατέληξε σε μια αφηρημένη πρόταση καθολικής –υποτίθεται- κάλυψης των ανασφάλιστων: Χωρίς κριτήρια και διευκρινίσεις αυτή θεωρητικά καλύπτει τους πάντες, αλλά στην πραγματικότητα κανέναν. Επειδή απλούστατα είναι πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσει. Όχι μονό, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα και συμφωνία με τους θεσμούς, αλλά κυρίως επειδή δεν ορίζονται οι πραγματικοί δικαιούχοι με σαφήνεια ούτε οι μηχανισμοί εφαρμογής.
Στην καθολικότητα και την απολυτότητα με την οποία διαφημίζεται η επερχόμενη κάλυψη των ανασφάλιστων -«θα εξασφαλίσουμε σε όλους τους Έλληνες δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη χωρίς περιορισμούς»- η μόνη ασφαλής πρόβλεψη είναι η πλήρης υπονόμευση του ασφαλιστικού συστήματος εν γένει. Σε μια χώρα που ταλανίζεται χρονίως από την εισφοροδιαφυγή και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των αυτοασφαλιζόμενων αδυνατεί ή δυσκολεύεται σημαντικά να πληρώσει, η κυβέρνηση προπαγανδίζει τη δικαίωση των κακοπληρωτών. Αρνούμενη τεχνηέντως να ανακοινώσει κριτήρια, κλείνει το μάτι στην εισφοροδιαφυγή. Δεν είναι αριστερή πολιτική το να καλύπτεις τους πάντες ως ανασφάλιστους. Είναι λαϊκισμός, πολιτική ισοπέδωσης και εμπέδωσης των ανισοτήτων.
Η χώρα έχει μηχανισμό κάλυψης του μεγαλύτερου μέρους των ανασφάλιστων. Το προνοιακό σύστημα, παρά τις σοβαρές του αδυναμίες, καλύπτει ένα σημαντικό μέρος εκείνων που έχουν απολέσει εισόδημα και ασφαλιστική κάλυψη με βάση συγκεκριμένα εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Είναι ανάγκη να βελτιωθεί και να επεκταθεί. Είναι ανάγκη να ξαναδούμε τα κριτήρια, να εξασφαλίσουμε πόρους και να δημιουργήσουμε, ίσως, νέες δομές, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι φτωχοποιούνται εξαιτίας της κρίσης. Είναι ανάγκη να ανοίξουμε μια ευρεία συζήτηση για τη συστηματική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, του προνοιακού και του υγειονομικού συστήματος της χώρας. Με στοιχεία, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και κυρίως ρεαλισμό. Η διακήρυξη πολιτικής βούλησης δεν αρκεί. Ιδίως, όταν νοθεύεται από μικροπολιτικές επιδιώξεις και ψηφοθηρία.