Του Φίλιππου Ζάχαρη
Η πρόληψη και η θεραπεία είναι τα κλειδιά για να αντιμετωπιστεί το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της χρήσης ουσιών. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της φετινής Ετήσιας Έκθεσης της Διεθνούς Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά (INCB), που ανακοινώθηκε πριν από λίγες ημέρες σε όλο τον κόσμο. H παρουσίαση της έκθεσης στην Αθήνα έγινε από το ΚΕΘΕΑ, σύμβουλο οργανισμό του ΟΗΕ σε θέματα ναρκωτικών.
Σύμφωνα με το ΟΗΕ, η ηρωίνη, η κάνναβη και η κοκαΐνη είναι οι ουσίες κατάχρησης που αναφέρονται πιο συχνά από όσους εντάσσονται σε θεραπεία σε όλο τον κόσμο. Από τους περίπου 4,5 εκατομμύρια χρήστες ουσιών που χρειάζονται θεραπεία παγκοσμίως, μόνο 1 στους 6 είναι ενταγμένος σε κάποιο πρόγραμμα.
Παγκόσμιες τάσεις
Στην Αφρική παρατηρείται γενική αύξηση της διακίνησης οπιούχων, ενώ διευρύνεται η αγορά διεγερτικών τύπου αμφεταμίνης. Μόνο 1 στους 18 προβληματικούς χρήστες εντάσσεται σε θεραπεία, ποσοστό πολύ μικρότερο σε σχέση με άλλες περιοχές του κόσμου. Παράλληλα, η Αφρική εξακολουθεί να είναι η περιοχή με τη χαμηλότερη κατανάλωση οπιούχων αναλγητικών φαρμάκων για την ανακούφιση του πόνου, με αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσβασης πολλών ασθενών, όπως οι καρκινοπαθείς σε αναλγητικά φάρμακα. Το πρόβλημα αυτό αφορά σημαντικό μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Η Κεντρική Αμερική και η Καραϊβική συνεχίζουν να πλήττονται από τη διακίνηση ναρκωτικών και τη συνδεόμενη με τα ναρκωτικά βία. Περισσότερο από το 90% της κοκαΐνης που διακινείται στις ΗΠΑ είναι κολομβιανής προέλευσης και μεταφέρεται μέσω της Κεντρικής Αμερικής.
Η Βόρεια Αμερική έχει το υψηλότερο ποσοστό θανάτων που συνδέονται με τα ναρκωτικά στον κόσμο. Αυξανόμενη απειλή για τη δημόσια υγεία συνεχίζει να είναι η κατάχρηση συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Η μεγάλη διαθεσιμότητα αυτών των ουσιών, η παρουσία τους στα νοικοκυριά, ακόμα και όταν δεν είναι πια απαραίτητα, καθώς και η εσφαλμένη αντίληψη ότι έχουν λιγότερες πιθανότητες να προκαλέσουν κατάχρηση σε σχέση με τις παράνομες ουσίες, συντείνουν στη διόγκωση του προβλήματος.
Στη Νότια Αμερική η παράνομη καλλιέργεια κόκας το 2012 μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1999. Όπως αναφέρει η Επιτροπή, οι πρωτοβουλίες για τη νομιμοποίηση της χρήσης κάνναβης για ψυχαγωγικούς σκοπούς στις πολιτείες Κολοράντο, Ουάσινγκτον και στην Ουρουγουάη αντιβαίνουν προς τις διεθνείς συμβάσεις για τον έλεγχο των ναρκωτικών.
Στην Ασία παρατηρείται αυξημένη ζήτηση για ηρωίνη και διεγερτικά τύπου αμφεταμίνης, καθώς και αύξηση της κατάχρησης φαρμακευτικών σκευασμάτων. Στο Αφγανιστάν η καλλιέργεια της οπιούχου παπαρούνας αυξήθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, ενώ μεγαλώνει και η σημασία της χώρας ως κέντρου παραγωγής ρητίνης της κάνναβης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι ψυχοδραστικές ουσίες στην Ευρώπη
Πρωτοφανείς σε αριθμό και ποικιλία νέες ψυχοδραστικές ουσίες αναφέρονται στην Ευρώπη, οι οποίες δεν υπόκεινται σε διεθνή έλεγχο. Συχνά πωλούνται ως «άλατα μπάνιου», «νόμιμα ναρκωτικά» ή «τροφή για φυτά». Το φαινόμενο αφορά σχεδόν όλες τις περιοχές του κόσμου, καθώς, παγκοσμίως, σχεδόν κάθε μέρα μια νέα ουσία κάνει την εμφάνισή της. Αυξάνεται η καλλιέργεια κάνναβης, τόσο κατ’ οίκον όσο και σε φυτείες, η οποία σε αρκετές χώρες διευκολύνεται από την πώληση σπόρων και εξοπλισμού μέσω Διαδικτύου.
Μεγάλης έκτασης καλλιέργειες έχουν εντοπιστεί σε διάφορες χώρες, ιδιαίτερα στην Αλβανία. Περίπου το 30% των οροθετικών χρηστών που κάνουν ενέσιμη χρήση παγκοσμίως βρίσκεται στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, λόγω της υψηλής επικράτησης της ενέσιμης χρήσης στην περιοχή.
Η Ωκεανία είναι η μόνη περιοχή του κόσμου όπου παρατηρείται αύξηση των κατασχέσεων όλων των κύριων ειδών ναρκωτικών.
Χρηματοδότηση προγραμμάτων πρόληψης
Σε όλο τον κόσμο οι εγκληματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται τα κενά στο έλεγχο των πρόδρομων χημικών ουσιών σε εθνικό επίπεδο για την εκτροπή τους στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ουσιών. Ο ΟΗΕ συστήνει στις κυβερνήσεις να εξασφαλίζουν την επαρκή και σταθερή χρηματοδότηση των προγραμμάτων πρόληψης, θεραπείας και επανένταξης, ακόμα και σε περιόδους λιτότητας, προκειμένου να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή, να αντιμετωπιστεί η ζήτηση των ναρκωτικών και να μειωθεί το οικονομικό και κοινωνικό κόστος που συνδέεται με την εξάρτηση.