Η Διευθύντρια της Γ' Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, («Αττικόν») αναφέρεται στο θέμα, με αφορμή την ανησυχία που έχει προκληθεί τις τελευταίες ημέρες στις υγειονομικές αρχές κάποιων χωρών, λόγω της απότομης αύξησης στον αριθμό παιδιών που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Τα παιδιά αυτά -ο αριθμός κρουσμάτων παραμένει χαμηλός- εμφάνισαν έντονο κοιλιακό άλγος, εξανθήματα και υπόταση, επισημαίνει η καθηγήτρια. «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βέβαια έχει το γεγονός ότι σε πολλά από τα παιδιά αυτά δεν ανιχνεύτηκε λοίμωξη από COVID-19. Μία εξήγηση είναι ότι όπως έχει σαφώς περιγραφεί και στους ενήλικες ασθενείς με COVID-19, έτσι και στα παιδιά, εξαιρετικά σπάνια και πιθανότατα λόγω γενετικού υποστρώματος, μπορεί να εμφανιστεί αυτή η υπερφλεγμονώδης αντίδραση». Η πληροφόρηση από ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ελβετία λέει η κ. Παπαευαγγέλου, μπορεί να εξηγείται από το φαινόμενο της κορυφής του παγόβουνου. Δηλαδή όταν μία χώρα έχει μεγάλο αριθμό κρουσμάτων, τότε μπορεί να παρουσιαστούν και περιστατικά με αυτή τη σπάνια επιπλοκή. «Ενδεικτικά μέχρι σήμερα έχουν διαγνωστεί περισσότερα από 18.000 παιδιά στις ΗΠΑ και 1.700 παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο < 18 ετών. Πιθανή συσχέτιση λοιπόν των περιστατικών Kawasaki με τη νόσο COVID-19 μένει να αποδειχθεί. Τα περιστατικά αυτά μελετώνται με προσοχή σε όλο το κόσμο».
Η νόσος Kawasaki είναι σπάνια και αφορά παιδιά μικρότερα των 5 ετών
Η νόσος Kawasaki είναι σοβαρή νόσος, αλλά σπάνια στα παιδιά, λέει η κ. Παπαευαγγέλου και εξηγεί ότι η αιτιολογία της νόσου παραμένει άγνωστη για περισσότερα από 50 χρόνια. «Αφορά κυρίως παιδιά μικρότερα των 5 ετών, και φαίνεται ότι κάποιος εκλυτικός παράγοντας (ίσως ιός) προκαλεί μια υπερφλεγμονώδη αντίδραση, που έχει σαν αποτέλεσμα μια γενικευμένη φλεγμονή των αγγείων. Η κατάσταση συχνά επιβαρύνεται με φλεγμονή των στεφανιαίων αγγείων ή και του μυοκαρδίου. Τα παιδιά με Kawasaki εμφανίζουν υψηλό πυρετό, εξάνθημα, κόκκινα μάτια, ερυθρότητα στα χείλη και πρήξιμο στα χέρια και τα πόδια».
Στην Ελλάδα τα παιδιά αφορούν στο 4,2% των διαγνωσθέντων με κορονοϊό περιστατικών
Πόσο συχνή ή σοβαρή, είναι όμως τελικά, η νόσος COVID-19 στα παιδιά; Όπως είχε συμβεί και παλαιότερα με τους ιούς SARS και MERS, φαίνεται ότι είναι λιγότερο συχνή στα παιδιά, καθώς και ότι τα παιδιά εμφανίζουν ηπιότερα συμπτώματα, απαντά η καθηγήτρια και συμπληρώνει: στην Ελλάδα τα παιδιά <18 ετών αφορούν στο 4.2% των διαγνωσθέντων περιστατικών (συνολικά 102 παιδιά μέχρι 2/5/2020), ενώ πολύ λίγα παιδιά χρειάστηκαν νοσηλεία. «Δεδομένα από τη Κίνα επιβεβαιώνουν ότι στα παιδιά η νόσος είναι ηπιότερη σε σχέση με τους ενήλικες, έχει μικρότερη διάρκεια, ενώ <5% των παιδιών που νοσούν έχουν σοβαρή νόσο που χρειάστηκε νοσηλεία. Δεδομένα από τις ΗΠΑ, με περισσότερα από 18.000 κρούσματα σε παιδιά < 18 ετών, δείχνουν ότι μόλις 5.7% των παιδιών με COVID-19 νοσηλεύτηκαν. Επίσης πρόσφατα δεδομένα από την γειτονική μας Ιταλία δείχνουν ότι τα παιδιά απετέλεσαν μόλις το 1% των κρουσμάτων ενώ 11% αυτών χρειάστηκε νοσηλεία». Παρόλο που κάθε θάνατος σε παιδί δημιουργεί δικαιολογημένα μεγάλη αναστάτωση, τονίζει η καθηγήτρια, η θνητότητα στα παιδιά από τα μέχρι σήμερα δεδομένα από Κίνα, ΗΠΑ και Ευρώπη είναι ιδιαίτερα χαμηλή. «Αναφορικά με τη συμπτωματολογία των παιδιών με COVID-19, πυρετό, βήχα και μειωμένη όρεξη εμφανίζει το 50%, 44-54% και 23% των παιδιών αντίστοιχα. Ιδιαίτερα χαμηλά είναι τα ποσοστά παιδιών που εμφανίζουν δύσπνοια ή υποξαιμία ενώ σπανιότερα τα παιδιά εμφάνισαν εμέτους, διάρροιες ή και μόνο κόπωση».
Tα παιδιά έχουν έως και 4 φορές μικρότερη πιθανότητα σε σχέση με τους ενήλικες να μεταδώσουν τη λοίμωξη
Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι ποιος είναι τελικά ο ρόλος των παιδιών στη διασπορά της νόσου στη κοινότητα, καθότι αρχικά είχε ακουστεί ότι κάνουν υπερμετάδοση. «Υπολογίζεται ότι 4-13% των παιδιών με διάγνωση COVID-19 είναι ασυμπτωματικά. Σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση γίνεται κατά τη διαδικασία ιχνηλάτησης επαφών γνωστών κρουσμάτων. Τα παιδιά κυρίως μολύνονται εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Φαίνεται ότι τα παιδιά έχουν τρεις και τέσσερις φορές μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν την λοίμωξη σε άλλα άτομα του περιβάλλοντος τους, σε σχέση με τους ενήλικες και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αντίστοιχα». Μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες έδειξαν, σύμφωνα με την κ. Παπαγευαγγέλου, ότι τα παιδιά δεν φαίνεται να αποτελούν πρωτογενείς περιπτώσεις μετάδοσης της λοίμωξης στην κοινότητα. «Είναι γνωστή η περίπτωση από τη Γαλλία, όπου συμπτωματικό παιδί με COVID-19 λοίμωξη επισκέφτηκε τρία σχολεία και ενώ ήρθε σε επαφή με 112 άτομα, δεν μετέδωσε σε κανένα τη λοίμωξη. Μελλοντικές οροεπιδημιολογικές μελέτες ωστόσο θα βοηθήσουν στη κατανόηση του ρόλου των παιδιών στη διασπορά της λοίμωξης στην κοινότητα».
Η κακή χρήση της μάσκας είναι πιο επικίνδυνη από την καθόλου χρήση
Όσον αφορά το άνοιγμα των σχολείων την επόμενη εβδομάδα, με τη χρήση της μάσκας εντός των σχολικών χώρων να έχει κριθεί προαιρετική, το μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας σχολιάζει: «Mε βάση τα επιδημιολογικά και κλινικά δεδομένα για τη λοίμωξη COVID-19, οι γονείς πρέπει να εμπιστευθούν τους ειδικούς και να επιστρέψουν τα παιδιά στο σχολείο, σύμφωνα με τις οδηγίες της Πολιτείας. Η απόφαση να γυρίσουν τα παιδιά στο σχολείο έγινε, μετά από εξαιρετικά προσεκτική εξέταση όλων των δεδομένων, αλλά και σοβαρή σκέψη, συνυπολογίζοντας την υγεία των παιδιών και των οικογενειών τους, καθώς και την ανάγκη των παιδιών για εκπαίδευση και επιστροφή στη κανονικότητα». Ο ΕΟΔΥ συνέταξε πολύ λεπτομερείς οδηγίες, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, προς γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς και διευθυντές των σχολείων. Οι οδηγίες αυτές, υπογραμμίζει η κ. Παπαευαγγέλου, στοχεύουν στην ενημέρωση για τη νόσο COVID-19, την παροχή απλών οδηγιών για την απαραίτητη τροποποίηση της συμπεριφοράς όλων μας, αλλά και την ψυχολογική στήριξη όλων, και κυρίως των εφήβων, για την αντιμετώπιση του φόβου και του άγχους σχετικά με τη νόσο. «Ιδιαίτερα τονίζεται η σημασία της τήρησης των μέτρων της υγιεινής των χεριών, της κάλυψης του βήχα και της διατήρησης της απαραίτητης απόστασης, ενώ η μάσκα είναι προαιρετική, αφού η κακή χρήση της είναι πιο επικίνδυνη από την καθόλου χρήση. Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς του υπουργείου Υγείας βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση μέσω της επιδημιολογικής επιτήρησης, επανεξετάζουν τα δεδομένα καθημερινά, ενώ έχουν ληφθεί και όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφαλή επιστροφή των παιδιών μας στην εκπαιδευτική διαδικασία».