«Η επιλογή διευθυντών, είναι ένα σημαντικότατος παράγων στη ζωή όχι μόνο του σχολείου αλλά και της ευρύτερης σχολικής κοινότητας. Έχοντας πλήρη συναίσθηση του ολοένα αυξανόμενου πολυδιάστατου και πολυσήμαντου ρόλου που θα κληθούν να παίξουν οι διευθυντές στο σύγχρονο σχολείο, ανέλαβα από τη θέση του Προέδρου του Συμβουλίου (Διευρυμένου ΠΥΣΔΕ), να φέρω σε πέρας το έργο αυτό με υπευθυνότητα και συνέπεια στις αρχές μου. Θα ήθελα να διαβεβαιώσω κάθε εκπαιδευτικό του Ν. Λάρισας, προσωπικά, ότι κύρια προτεραιότητά μου –και σ’ αυτή τη διαδικασία, όπως και σε κάθε άλλη από την αρχή της επαγγελματικής μου ζωής– ήταν η διασφάλιση εκ μέρους μου των καλύτερων προϋποθέσεων για την παροχή εκπαίδευσης, και πρωτίστως παιδείας, στους μαθητές μας. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ άλλον τρόπο για να ενεργήσω στη διαδικασία επιλογής των διευθυντών, πέραν του να θέσω ως απόλυτη προτεραιότητα το όφελος των μαθητών μας, που δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών.
Προς τούτο, είχα να επιλέξω ανάμεσα σε δυο λογικές: Πρώτα-πρώτα, η επιλογή της διεκπεραιωτικής ισοπέδωσης προς τα πάνω, ώστε να είμαι αρεστός σε όλους, φροντίζοντας για μια πιθανή επανεκλογή μου, αλλά και γνωρίζοντας ότι αρκετοί από τους υποψήφιους που θα είναι ενδεχομένως δυσαρεστημένοι με τη βαθμολογία μου θα γίνονταν ούτως ή άλλως διευθυντές σε κάποια σχολική μονάδα. Από την άλλη, υπήρχε η επιλογή να αξιολογήσω με τον καλύτερο, κατά την άποψή μου, τρόπο — αδιαφορώντας για το όποιο προσωπικό κόστος.
Και δεν χρειάζεται βέβαια να αναφερθώ σε λογικές κομματικών ποσοστώσεων παρελθόντων ετών που κάποιοι φαίνεται να λησμονούν, επειδή –ω του θαύματος(!)– ανακάλυψαν αίφνης τη διαφάνεια, το νόημά της οποίας διαστρεβλώνουν, προκειμένου να τη φέρουν στα μέτρα τους. Ξέρω ότι μπορεί να δυσαρέστησα και αγαπημένους φίλους και συνεργάτες. Δηλώνω, όμως, ότι τιμώ όλους τους υποψηφίους και σε καμία περίπτωση η βαθμολογία δεν δεικνύει υποτίμηση. Συνιστά, απλά, προσωπική κρίση, μια hic et nunc αξιολόγηση για τη συγκεκριμένη και μόνον θέση.
ΕΝΣΤΑΣΙΟΛΟΓΙΑ
Θα πρέπει να αναφέρω ότι η σύνθεση του Συμβουλίου (των μελών που βαθμολογούσαν) ήταν πενταμελής αντί για επταμελής. Το ένα μέλος έθεσε υποψηφιότητα για διευθυντής και «αυτοεξαιρέθηκε» και το άλλο μέλος, ο αιρετός συγκεκριμένης παράταξης, ήταν μεν φυσικά παρών, δηλώνοντας γραπτώς δε ότι απόσχει της διαδικασίας, καταλήγοντας, όμως, να βάζει παύλα αντί βαθμού στα φύλλα αξιολόγησης.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθώ στην ενστασιολογία των τελευταίων ημερών. Εδώ, ας αναγνωρίσουμε ότι υπήρξε ένα κενό στις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας. Ποτέ στο παρελθόν δεν δόθηκαν αναλυτικά οι βαθμολογίες του κάθε μέλους του Συμβουλίου πριν τη συνεδρίαση εκδίκασης των ενστάσεων. Ούτε ποτέ μέχρι τώρα έγινε επανάληψη της διαδικασίας των συνεντεύξεων, παρά μόνο μετά από προσφυγή του ενδιαφερόμενου στα διοικητικά δικαστήρια. Ήδη όμως από την Πέμπτη το πρωί, λόγω της έλλειψης σαφούς οδηγίας από το ΥΠΠΕΘ, το Συμβούλιο –μετά από τηλεφωνική επικοινωνία της γραμματείας του με όλα τα μέλη– πλειοψηφικά αποφάσισε να δίνονται αναλυτικά οι βαθμοί με την αιτιολόγηση, αλλά χωρίς το όνομα του μέλους.
Με την άποψη αυτή συντάχτηκα, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε να δοθούν τα ονόματα των μελών για να αποφευχθεί η στοχοποίηση και οι απειλές για δικαστικές διώξεις, ώστε να μη χειραγωγηθεί η διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων. Δυστυχώς τέτοια φαινόμενα προληπτικής στοχοποίησης και απειλών με δικαστικές διώξεις είχαν συμβεί, ήδη πριν ακόμα την έναρξη της διαδικασίας των συνεντεύξεων. Ο αριθμός των ενστάσεων την Πέμπτη 20 Ιουλίου (πρώτη μέρα της προθεσμίας υποβολής) κυμάνθηκε σε λογικά επίπεδα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο αιρετός που δεν συμμετείχε στη διαδικασία, επικαλούμενος, αόριστα, οδηγία υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου, κατέκλυσε (τόσο ο ίδιος όσο και η παράταξή του) τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον ηλεκτρονικό τύπο με ένα κείμενο που ουσιαστικά παρότρυνε τους υποψήφιους να ζητούν τα φύλλα αξιολόγησης προκειμένου να τεκμηριώνουν τις ενστάσεις τους, με αποτέλεσμα πολύ περισσότεροι υποψήφιοι να ζητούν τα φύλλα αξιολόγησης με το όνομα του μέλους, περιλαμβανομένων και εκείνων που είχαν ήδη καταθέσει ένσταση την πρώτη ημέρα της σχετικής προθεσμίας. Κάποιοι δε εξ’ αυτών θεώρησαν σκόπιμο να απευθυνθούν στις εισαγγελικές αρχές για τη λήψη σχετικής παραγγελίας.
Εδώ, να πούμε ότι η εισαγγελική παραγγελία είναι μια διοικητική ενέργεια του αρμοδίου λειτουργού και, φυσικά, ουδεμία σχέση έχει με εισαγγελική παρέμβαση σε εκκρεμή διοικητική διαδικασία και –πολλώ μάλλον– με ποινική προδικασία. Φυσικά, ζητώ την κατανόηση των εισαγγελικών λειτουργών, που είχαν υπηρεσία τις κρίσιμες ημέρες, για την –κατά τη γνώμη μου– άσκοπη επιβάρυνσή τους.
Προς αποφυγή παρανοήσεων, για μια ακόμα φορά υπογραμμίζω ότι –ποτέ στο παρελθόν– στο στάδιο αυτό, δηλαδή πριν την εκδίκαση των ενστάσεων, δε δόθηκε αναλυτική βαθμολογία, μάλιστα δε με το όνομα του μέλους του Συμβουλίου. Εξάλλου, αυτό που προβλέπεται από τον νόμο και τις οικείες εγκυκλίους είναι να ανακοινώνεται ο μέσος όρος των βαθμών. Η έκφραση ενός συλλογικού οργάνου δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου συλλογική, με ατομική ευθύνη της γνώμης του κάθε μέλους. Συνεπώς, η όποια ευθύνη –άρα και το όνομα– ζητείται και δίνεται εάν και μόνον κριθεί σκόπιμο, μετά από σχετική δικαστική προσφυγή.
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Το κλίμα αυτό ήρθε να ενισχυθεί το πρωί της Παρασκευής 21 Ιουλίου (δεύτερη μέρα υποβολής ενστάσεων) από τη δήλωση της Περιφερειακής Διευθύντριας Εκπαίδευσης Θεσσαλίας σε ηλεκτρονικό τοπικό μέσο. Στη δήλωση αυτή περιγράφηκε ως «αυτονόητο» το ότι έπρεπε να δοθούν τα φύλλα αξιολόγησης προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην υποβολή των ενστάσεων, ενώ αφέθηκε να εννοηθεί ότι έπρεπε να δοθούν και με το όνομα του μέλους. Το «αυτονόητο», όμως, δεν προκύπτει ούτε από τη μέχρι τώρα εμπειρία ούτε από τις απαντήσεις του υπουργείου στα αλλεπάλληλα ερωτήματα που ετίθεντο και από μας, αλλά και από άλλες Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Μάλιστα, η θέση που υιοθετήσαμε, δηλ. ότι η απόφαση ανήκε στα οικεία συμβούλια, εν τέλει φάνηκε (από τις απαντήσεις στα ως άνω ερωτήματα) ότι ήταν απόλυτα ορθή και δικαιολογημένη.
Θεωρώ ότι δεν τηρήθηκαν στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας, διότι η Περιφερειακή Διευθύντρια αφενός προέβη στη δήλωση χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί από τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας εάν χορηγούνταν και πώς τα φύλλα αξιολόγησης και αφετέρου επενέβη δημόσια, εκτός θεσμικής οδού (ειδησεογραφικού τύπου δήλωση), στη λειτουργία ενός θεσμικά αυτοτελούς, συλλογικού οργάνου που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία της. Όλα αυτά που είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του αριθμού των ενστάσεων συνέβησαν την ίδια στιγμή που ήταν εξ υπαρχής γνωστό πως το χρονικό πλαίσιο εξέτασής των ενστάσεων ήταν τουλάχιστον ασφυκτικό. Φυσικά, λοιπόν, κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει ένσταση, αλλά και κάθε παράγοντας που εμπλέκεται (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) στη διαδικασία εκτός απ’ το να κρίνει, κρίνεται κιόλας. Είναι ευτύχημα που –παρά τις ως άνω «περιπέτειες»– το Συμβούλιο άσκησε ευδόκιμα το έργο του και στο τελικό τούτο στάδιο της διαδικασίας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συμμετέχοντες υποψηφίους διευθυντές για την εξαιρετικά γόνιμη αλληλεπίδραση που είχαμε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Ακόμη και απ’ αυτούς που αισθάνονται δυσαρεστημένοι από τη βαθμολογία, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως έμαθα πολύ σημαντικά πράγματα, τα οποία θα με βοηθήσουν να γίνω καλύτερος στο έργο μου».