Επειδή ευτυχώς άβατα δεν υφίστανται στη δημοκρατία, οι αποφάσεις των υπηρετούντων τη δικαιοσύνη δεν μπορούν να είναι υπεράνω κριτικής. Έτσι, όπως κρινόμαστε όλοι, κρίνονται βεβαίως και αυτές.
Ένα δημοκρατικό σχολείο, με κυρίαρχο τον ρόλο του Συλλόγου Διδασκόντων, αποτελεί πάγια θέση του κλάδου, ψηφισμένη από Συνέδρια και Γ. Συνελεύσεις Προέδρων.
Ο ρόλος του Συλλόγου όμως κάθε άλλο παρά αναβαθμίζεται, όταν αποδεχόμαστε το σκεπτικό του ΣτΕ ότι οι Σύλλογοι είναι αναρμόδιοι και ανίκανοι να επιλέξουν Διευθυντή.
Ο σύλλογος διδασκόντων έχει εγγύτερη γνώση των συνθηκών λειτουργίας και των αναγκών του σχολείου και φυσικά δεν υπολείπεται εκ προοιμίου σε αξιοκρατία, αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Την ίδια στιγμή, το ΣτΕ αντιπαραβάλλει ως όργανο «αμεροληψίας», σαν να αποτελεί ο ρόλος τεκμήριο, τα συμβούλια κρίσης του παρελθόντος, γνωστά σε όλους για την «αντικειμενικότητα» που έχουν επιδείξει κατά το παρελθόν στην «αποτίμηση» των προσόντων των υποψηφίων.
Γι’ αυτό ακριβώς το ΣτΕ κάνει υποκριτικά λόγο περί αντικειμενικότητας. Για να μην αποφανθεί για τη δημοκρατία, την οποία φοβούνται οι μηχανισμοί συντήρησης της καθεστηκυίας τάξης που επιδιώκουν την επαναφορά στο γνώριμο παρελθόν των πελατειακών σχέσεων, γιατί θέλουν το σχολείο αυταρχικό μηχανισμό αναπαραγωγής των κάθε λογής ανισοτήτων. Και δυστυχώς για την Εκπαίδευση η απόφαση του ΣτΕ συντάσσεται πολιτικά με τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, όπως η ΔΑΚΕ, που ενδιαφέρεται να καθιερώσει τους «επαγγελματίες» Διευθυντές.
Τεχνικοί λόγοι περί συνταγματικότητας δεν υφίστανται, αντίθετα φαίνεται ότι τα νομικά επιχειρήματα έχουν ενδιαφέροντες βαθμούς ελευθερίας,
Πρέπει το υπουργείο να θεσμοθετήσει μέτρα για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων, την κατάργηση του «καθηκοντολογίου», την προσθήκη τρίτου αιρετού στα υπηρεσιακά συμβούλια, τον ορισμό θητείας για τα στελέχη».