.
Παρουσίαση: Χαρίκλεια Βλαχάκη
Κάποιοι τις χαρακτήρισαν «πλάκες του Μωυσή», άλλοι είπαν ότι βάζουν ταφόπλακα στο ελληνικό ζωικό κεφάλαιο. Ορισμένοι πάλι τις θεωρούν το μέλλον της ελληνικής κτηνοτροφίας και επιχειρηματικότητας.
Τι ακριβώς όμως αφορούν οι προτάσεις του ΟΟΣΑ για τη μεταρρύθμιση της αγοράς γάλακτος στην Ελλάδα, που στοχεύουν και κατά πόσο μπορούν να εκπληρωθούν;
Προκειμένου ο αναγνώστης να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα για το θέμα, απευθυνθήκαμε στον αναπληρωτή υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Μάξιμο Χαρακόπουλο, στον πρόεδρο του Συνεταιρισμού αγελαδοτρόφων- γαλακτοπαραγωγών ΘΕΣ-γάλα κ. Αθ. Βακάλη και στον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας κ. Παναγιώτη Πεβερέτο, τις θέσεις των οποίων παραθέτουμε σε σχέση με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
ΤΙ ΛΕΕΙ Ο Ο.Ο.Σ.Α
Πριν απ΄ όλα όμως ας δούμε τι ακριβώς λέει ο ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 113/1999, η διάρκεια του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε ημέρες. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Ο.Ο.Σ.Α στην προκαταρκτική έκθεση του με θέμα την αξιολόγηση της ελληνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, ο συγκεκριμένος περιορισμός αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση των ευρωπαϊκών στάνταρ και πρακτικών με βλαπτικές συνέπειες για την αγορά γάλακτος, τον καταναλωτή και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Όπως υπογραμμίζεται, η σύντομη ημερομηνία λήξης του "φρέσκου" γάλακτος καθιστά απαγορευτικές (λόγω περιορισμένου χρόνου) τις εισαγωγές και κατ' επέκταση λειτουργεί προστατευτικά για τους Έλληνες παραγωγούς οι οποίοι επιτυγχάνουν υψηλές τιμές πώλησης του νωπού γάλακτος. Συγκεκριμένα, τις δεύτερες υψηλότερες στην Ε.Ε.
Συνεπακόλουθα κρατά σε υψηλά επίπεδα τις τιμές λιανικής ενώ παράλληλα συντηρεί ένα πολυδάπανο σύστημα επιστροφών των ληγμένων προϊόντων, το κόστος του οποίου επιβαρύνεται ο καταναλωτής.
Τέλος, το «πλαφόν» των πέντε ημερών στερεί από τους Έλληνες που διαβιούν σε νησιά την πρόσβαση στο «φρέσκο» γάλα και εμποδίζει τους μικρούς παραγωγούς απομακρυσμένων περιοχών να διαθέσουν τα προϊόντα τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ «ΦΡΕΣΚΟ» ΓΑΛΑ
Το νωπό γάλα που συλλέγεται από τις φάρμες, προκειμένου να δοθεί στην κατανάλωση παστεριώνεται. Υπόκειται δηλαδή σε θερμική επεξεργασία με σκοπό την καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών που περιέχει.
Η ελληνική νομοθεσία αναγνωρίζει δύο τύπους παστερίωσης του γάλακτος. Η πρώτη είναι η παστερίωση σε χαμηλές θερμοκρασίες που σημαίνει ότι το γάλα έχει υποστεί τη μίνιμουμ θερμική επεξεργασία διατηρώντας τα περισσότερα από τα θρεπτικά του συστατικά. Σύμφωνα με το νόμο στη συσκευασία του γάλακτος που έχει παρασκευαστεί με τη συγκεκριμένη μέθοδο, επιβάλλεται να αναγράφονται οι λέξεις «γάλα» και «παστεριωμένο» ενώ δύναται να φέρει και τη σήμανση «φρέσκο». Το «φρέσκο» γάλα πωλείται από το ψυγείο και η διάρκεια ζωής του- η οποία ορίζεται από τον παρασκευαστή- σύμφωνα με το νόμο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 5 ημέρες.
Ο δεύτερος τύπος είναι η υψηλή παστερίωση σε θερμοκρασίες έως +127 β. Κελσίου, από την οποία προκύπτει το «γάλα υψηλής παστερίωσης». Το συγκεκριμένο γάλα, που επίσης πωλείται παγωμένο, απαγορεύεται να φέρει τη σήμανση «φρέσκο» ενώ η διάρκεια ζωής του καθορίζεται με ευθύνη του παρασκευαστή.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
Η σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση για τον προσδιορισμό του παστεριωμένου γάλακτος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον κανονισμό 853/2004 προβλέπονται μόνο δύο τύποι μη συμπυκνωμένου γάλατος.
- Το παστεριωμένο, είτε σε χαμηλές είτε σε υψηλές θερμοκρασίες το οποίο πωλείται παγωμένο στα ψυγεία των καταστημάτων και
- Το παστεριωμένο γάλα σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες (UHT), το οποίο στην Ελλάδα ονομάζουμε μακράς διάρκειας και διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Σε ότι αφορά στην ημερομηνία λήξης τόσο για το παστεριωμένο γάλα όσο και για το γάλα μακράς διάρκειας, αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο θεσμικής ρύθμισης αλλά ορίζεται ελεύθερα από τον παρασκευαστή, σύμφωνα με τα συστήματα παστερίωσης που χρησιμοποιεί, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς νόμους που αφορούν στην ασφάλεια του καταναλωτή.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΙΧΜΗΣ
Αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση της ελληνικής από την κοινοτική νομοθεσία, αναφορικά με την κατηγοριοποίηση και κυρίως με την κρατική παρέμβαση στον καθορισμό της μέγιστης διάρκειας του «φρέσκου» στις πέντε ημέρες, σύμφωνα με τον Ο.Ο.Σ.Α, αποτελεί καταστρατήγηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και λειτουργεί εις βάρος του ανταγωνισμού, ευνοώντας ξεκάθαρα την ελληνική παραγωγή και μεταποίηση.
Εξαιτίας της σύντομης διάρκειας ζωής, το «φρέσκο» γάλα παράγεται αποκλειστικά από ελληνικό γάλα όπως ωστόσο συμβαίνει και με τα περισσότερα γάλατα υψηλής παστερίωσης, επώνυμων εταιρειών. Στον αντίποδα, στο γάλα υψηλής παστερίωσης ιδιωτικής ετικέτας χρησιμοποιείται κυρίως εισαγόμενο γάλα.
Η ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: ΑΠΟ ΤΑ ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΑ
ΣΤΗΝ Ε.Ε ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΑΛΑ
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ το «φρέσκο» γάλα στην Ελλάδα είναι πολύ πιο ακριβό από ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα και παρά την αναντιστοιχία των προϊόντων, η τιμή πώλησης ενός λίτρου «φρέσκου» παστεριωμένου γάλακτος στην Ελλάδα, είναι κατά 34% υψηλότερη από το μέσο όρο πώλησης (κατά το δυνατόν) ισοδύναμου προϊόντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, του οποίου η διάρκεια λόγω της έλλειψης χρονικών περιορισμών μπορεί να αγγίζει τις 11 ημέρες.
Αξιοσημείωτο ότι παρά τη βαθιά οικονομική ύφεση, η τιμή του «φρέσκου» γάλακτος στην Ελλάδα ανέβηκε από τα 1.12 ευρώ το 2009, στα 1.23 ευρώ το 2011, καθιστώντας τη χώρα μας ανάμεσα στις ακριβότερες στην Ε.Ε μαζί με την Ιταλία (1.46 ευρώ/λίτρο), την Κύπρο, την Ελβετία και το Λουξεμβούργο. Την ίδια χρονιά η αντίστοιχη τιμή στην Ολλανδία ήταν στα 0.65 ευρώ.
Επίσης, το γάλα «υψηλής παστερίωσης» στην Ελλάδα, πωλείται ακριβότερα από «φρέσκο». Η συγκεκριμένη τάση σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αποδίδεται στο ότι οι καταναλωτές κατά την αγορά τους, συνυπολογίζουν τη διάρκεια του προϊόντος και φαίνονται διατεθειμένοι να πληρώσουν ένα υψηλότερο αντίτιμο, προκειμένου να εξοικονομήσουν από τη σπατάλη ενός προϊόντος που θα λήξει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Σε υψηλότατα επίπεδα κινούνται και οι τιμές πώλησης του νωπού γάλακτος από τους Έλληνες παραγωγούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2012 η τιμή του αγελαδινού γάλακτος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 0.38 ευρώ/ λίτρο, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπέρασε τα 0.27 ευρώ. Η Ελλάδα ήταν η δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ε.Ε μετά την Κύπρο (0.44 ευρώ/λίτρο), ενώ στη Λιθουανία καταγράφηκε η χαμηλότερη τιμή παραγωγού στα 0.22 ευρώ.
ΤΙ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΤΙΜΗ
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατάτμηση της τιμής λιανικής πώλησης του γάλακτος στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΟΟΣΑ, το 35% της τελικής τιμής πάει στον παραγωγό, ένα 24% είναι το περιθώριο κέρδους της γαλακτοβιομηχανίας, το 11% επιμερίζεται στους πωλητές λιανικής και ποσοστό 17% είναι τα κόστη διαχείρισης (logistics) εκτός ΦΠΑ.
Επιπρόσθετα, ποσοστό 5% είναι το κόστος της επιστροφής των ληγμένων προϊόντων στη γαλακτοβιομηχανία το οποίο επιβαρύνεται ουσιαστικά ο καταναλωτής.
Συνοψίζοντας, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ συντηρούν τις τιμές λιανικής πώλησης του γάλακτος στην Ελλάδα σε υψηλά επίπεδα, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
* Η ακριβή τιμή πώλησης του παραγωγού, προφανώς και εξαιτίας του αυξημένου κόστους των πρώτων υλών.
* Τα υψηλά κόστη συλλογής και διαχείρισης του γάλακτος εξαιτίας τόσο της μορφολογίας του ελλαδικού χώρου όσο και της ανεπαρκούς συγκοινωνιακής διασύνδεσης.
* Το ασύμφορο σύστημα των επιστροφών και η ανάγκη που γεννά για συνεχή τροφοδοσία της αγοράς, καθώς και τα υψηλά κόστη προβολής των προϊόντων.
ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ
Αντιπαραβάλλοντας τα παραπάνω επιχειρήματα στην πρόθεση του Έλληνα νομοθέτη (ΠΔ113/1999) να εκσυγχρονίσει τους όρους που διέπουν την παστερίωση του γάλακτος σύμφωνα με τις νέες επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, προς όφελος της δημόσιας υγείας, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει ότι:
Η μειωμένη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος λειτουργεί προστατευτικά στην εγχώρια γαλακτοπαραγωγή, αναγκάζοντας ουσιαστικά τη βιομηχανία να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της αποκλειστικά από ελληνικό γάλα. Ως αποτέλεσμα και απουσία ανταγωνιστικής πίεσης τόσο η παραγωγική διαδικασία όσο και ο μεταποιητικός τομέας στην Ελλάδα εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα εκσυγχρονισμού και σχεδόν μηδενικές επενδύσεις.
Η τιμή του γάλακτος παραμένει σταθερά υψηλή ενώ ο χρονικός περιορισμός αποκλείει από την αγορά τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι μέσα από συνεταιρισμούς και άλλες μορφές συνεργασίας θα μπορούσαν να διεκδικήσουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς.
Το «φρέσκο» γάλα αποτελεί προϊόν για λίγους και σίγουρα δεν είναι επιλογή για τους κατοίκους των νησιών όπως και άλλων απομακρυσμένων περιοχών της χώρας, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτό.
ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Ο ΟΟΣΑ
Αν λοιπόν στόχος του νομοθέτη είναι ο εκσυγχρονισμός, σημειώνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ, τότε αυτός θα επιτευχθεί ευκολότερα εναρμονίζοντας την ελληνική με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, βάση της οποίας οι παρασκευαστές είναι υπεύθυνοι για τη διάρκεια ζωής των γαλακτοκομικών προϊόντων και όχι το κράτος. Σε αυτή την περίπτωση σύμφωνα με τους κανονισμούς και τις εμπορικές πρακτικές που διέπουν τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε, τόσο το ελληνικό «φρέσκο» όσο και το «υψηλής παστερίωσης» γάλα θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μια ενιαία κατηγορία και οποιαδήποτε διαφοροποίηση θα πρέπει να αντανακλάται μόνο στην ημερομηνία διάρκειας η οποία θα αναγράφεται στη συσκευασία, με ευθύνη του παρασκευαστή, ανάλογα με τις μεθόδους παστερίωσης που χρησιμοποιεί.
ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Η απαλοιφή των περιορισμών στην ημερομηνία λήξης, σύμφωνα με το σενάριο εργασίας που προτείνει ο ΟΟΣΑ, θα δώσει ικανό χρόνο στη βιομηχανία να εισάγει γάλα από το εξωτερικό, προφανώς σε χαμηλότερη τιμή, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει και σε πτώση των τιμών λιανικής.
Η πίεση που θα ασκήσει ο ανταγωνισμός στην αγορά θα οδηγήσει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής παραγωγής καθώς οι παραγωγοί προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικοί θα πρέπει να επενδύσουν στην τεχνολογία και να εφαρμόσουν σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα.
Οι μικρότεροι παραγωγοί γάλακτος θα μπορέσουν να προσεγγίσουν τα μεγάλα αστικά κέντρα τα όποια σήμερα παραμένουν «προπύργιο» των βιομηχανιών ενώ πιεζόμενοι από τον ανταγωνισμό θα αναγκαστούν να αναπτύξουν δράσεις σε συνεταιριστική βάση δημιουργώντας ένα νέο αντίπαλο στην ισχυρή και πολύ καλά εδραιωμένη γαλακτοβιομηχανία.
Σε επίπεδο λιανικής οι έμποροι θα μπορέσουν να εισάγουν από το εξωτερικό νέα τυποποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα που θα τονώσουν την εμπορική δραστηριότητα.
Ο ανταγωνισμός θα προσφέρει περισσότερα προϊόντα στην αγορά, συνεπώς περισσότερες επιλογές για τον καταναλωτή.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Η έκθεση του ΟΟΣΑ, λαμβάνει υπόψη και τις αρνητικές συνέπειες του ανταγωνισμού, που δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό την ανησυχία των γαλακτοπαραγωγών.
Δεδομένου του παραδοσιακού μοντέλου στο οποίο βασίζεται η ελληνική αγελαδοτροφία, ο έντονος ανταγωνισμός είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει εις βάρος των μικρών παραγωγών που ίσως εξαγοραστούν από μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Είναι επίσης αδύνατο να προβλεφθεί ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων και κατά πόσο η απελευθέρωση της αγοράς θα σημάνει τη συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής καθώς αυτό σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τις αντιστάσεις που αυτή θα προβάλλει έναντι των εισαγωγών.
Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΟΟΣΑ, σημειώνεται, συνηγορούν στο ότι η δεδομένη προτίμηση των καταναλωτών στο ελληνικό γάλα θα λειτουργήσει υπέρ της παραγωγής και το εισαγόμενο γάλα θα χρησιμοποιηθεί κυρίως για φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, όπως συμβαίνει και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις.
Τέλος είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προβλεφθεί κατά πόσο οι μεταρρυθμίσεις θα επιφέρουν και μείωση των τιμών, αν και η εμπειρία της αγοράς συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Μάξιμος Χαρακόπουλος:
Η Ελλάδα δεν
είναι Ολλανδία
• Η αναγραφή της ονομασίας «φρέσκο» στα παστεριωμένα γάλατα διάρκειας 5 ημερών δεν παραβιάζει καμία ενωσιακή νομοθεσία. Η δυνατότητα χαρακτηρισμού εναπόκειται στην ευχέρεια του κάθε κράτους-μέλους, όπως επίσης και ο καθορισμός των ημερών για τις οποίες μπορεί το γάλα χαμηλής παστερίωσης να φέρει τον όρο «φρέσκο». Άλλωστε, φρέσκο γάλα πωλείται και σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Ιταλία.
• Οι υψηλές τιμές του Έλληνα παραγωγού οφείλονται, σε αντικειμενικούς παράγοντες: το ανάγλυφο της χώρας, ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές, μικρές αγελαδοτροφικές μονάδες, σταυλισμένη αγελαδοτροφία με υψηλές τιμές ζωοτροφών, υψηλό κόστος ενέργειας και χρήματος. Σε χώρες με αντίστοιχα με εμάς δεδομένα, όπως είναι η Ιταλία ή η Κύπρος, οι τιμές παραγωγού είναι ακόμη μεγαλύτερες. Είναι λάθος, λοιπόν, η σύγκριση με τα πλεονεκτήματα των μεγάλων αγελαδοτροφικών μονάδων της Γερμανίας ή της Ολλανδίας με τα ατέλειωτα λιβάδια. Το ότι δεν είναι οι παραγωγοί αυτοί που κερδοσκοπούν αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ραγδαία μείωση των παραγωγικών μονάδων, έως και 35%, διότι το κόστος λειτουργίας τους είναι πλέον απαγορευτικό. Αλλά σε αυτό το πρόβλημα εμείς θα απαντήσουμε διευκολύνοντας τις αθρόες εισαγωγές ώστε να κλείσουν και οι υπόλοιπες μονάδες, κι αυτό για μειώσεις που είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενες ότι θα φθάσουν στον καταναλωτή; Άλλωστε, κανείς δεν απαντά γιατί το μακράς διάρκειας γάλα, για το οποίο υπάρχει άνεση χρόνου για εισαγωγή πρώτης ύλης, είναι σήμερα κατά πολύ ακριβότερο από το φρέσκο στην Ελλάδα.
• Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ το κόστος από τις επιστροφές των ληγμένων είναι 5% επί της τιμής του γάλακτος. Αυτό σημαίνει ότι κι’ αν ακόμη μηδενιστούν οι επιστροφές, το κέρδος του καταναλωτή για κάθε λίτρο γάλα θα είναι στην καλύτερη περίπτωση 5-6 λεπτά ημερησίως. Ποιος, όμως, μας βεβαιώνει ότι θα εξαλειφθούν οι επιστροφές αν το γάλα είναι 10 ή 15 ημερών; Γιατί θα αλλάξει συμπεριφορά ο καταναλωτής και πλέον θα αγοράζει το γάλα την ημέρα που λήγει; Και σε κάθε περίπτωση, ποιος εξασφαλίζει ότι η μείωση, ακόμη και των 5-6 λεπτών, δεν θα χαθεί στη διαδρομή, όπως έγινε με τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, και θα πάει στη τσέπη του καταναλωτή; Εκτός και θεωρηθεί μείωση η επιστροφή στις τιμές πώλησης πριν τις περίεργες αυξήσεις που λαμβάνουν χώρα αυτές τις ημέρες, όπως καταγράφει το παρατηρητήριο τιμών!
• Αν το φρέσκο γάλα 5 ημερών δεν φτάνει στα νησιά, τότε η νέα «πατέντα» του γάλακτος ημέρας με διάρκεια ζωής 2-3 ημερών, είναι σίγουρο ότι δεν θα φτάνει ούτε στην Αθήνα. Το πιο πιθανό είναι αυτό το «νέο» γάλα να μη δελεάσει κανένα παραγωγό, καθώς το κόστος των επιστροφών θα είναι ακόμη πιο μεγάλο.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ ομολογεί ότι θα υπάρχουν αρνητικές συνέπειες στην ελληνική αγελαδοτροφία. Δεν υπολογίζει, ωστόσο, τη σχέση κόστους-οφέλους των προτάσεών της. Είναι, όμως, σωστό να τις υιοθετήσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη τις συνέπειες στην εγχώρια παραγωγή, το εμπορικό ισοζύγιο, τις θέσεις εργασίας και κατ’ επέκταση την ελληνική οικονομία;
Αθ. Βακάλης
Η ανάπτυξη
θα έρθει από
τον πρωτογενή τομέα
Λόγοι εθνικού συμφέροντος (αυτάρκεια της χώρας σε ένα προϊόν βασικής διατροφής των πολιτών μας) αλλά και λόγοι εθνικής Ανάπτυξης (πάνω από 100.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο αλλά και προοπτικές αύξησης αυτών) επιβάλλουν τη στήριξη της Ελληνικής Αγελαδοτροφίας και όχι την καταστροφή της και υποκατάστασή της από εισαγόμενα προϊόντα. Και αυτό δεν αποτελεί θέση που υπερασπίζει συντεχνιακά συμφέροντα αλλά υπερασπίζει την ανάπτυξη της χώρας η οποία πρέπει να στηριχθεί στον πρωτογενή τομέα.
Είναι μύθος ότι η τιμή του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος στην Ελλάδα, που υφίσταται την πιο ήπια θερμική επεξεργασία που υπάρχει (72 βαθμοί Κελσίου για 15 δευτερόλεπτα) είναι υψηλότερη από τιμή ομοειδών φρέσκων προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές είναι υψηλότερες από την Ελλάδα. Επομένως η σύγκριση μη ομοειδών προϊόντων από πλευράς θερμικής επεξεργασίας και σύνθεσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι και εσκεμμένη, οδηγεί σε λάθος εντυπώσεις και συμπεράσματα.
Η Ελλάδα έχει περίπου 680.000 τόνους εγχώριας παραγωγής αγελαδινού γάλακτος ενώ οι ανάγκες ξεπερνούν τους 1.300.000 τόνους, δηλαδή δεν καλύπτουμε ούτε το 40% των αναγκών μας. Το επιχείρημα λοιπόν ότι δεν διευκολύνονται οι εισαγωγές είναι έωλο καθώς το 60% των αναγκών μας καλύπτεται από εισαγωγές. Επίσης πρέπει σημειώσουμε ότι το γάλα «yψηλής παστερίωσης» το οποίο παράγεται και από εισαγόμενο γάλα είναι πολύ πιο ακριβό από ότι το φρέσκο παστεριωμένο, ελληνικό γάλα. Το συγκεκριμένο γάλα δεν επιβαρύνεται από κόστη διανομής και επιστροφών όπως το φρέσκο και άρα θα έπρεπε να μη τι άλλο να είναι πιο φθηνό. Αλήθεια γιατί διέφυγε από τον ΟΟΣΑ το γεγονός ότι ο όρος «υψηλής παστερίωσης» είναι παραπλανητικός για τους καταναλωτές καθώς παραπέμπει σε γάλα ανώτερης ποιότητας ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο και θα έπρεπε να ονομάζεται γάλα «Υψηλής Θερμικής Επεξεργασίας»;
Από το συνολικό κόστος του γάλακτος σαν προϊόν στο ράφι η πρώτη ύλη ευθύνεται για το 35% έως το 45%. Η έλλειψη επικέντρωσης στο υπόλοιπο κόστος που είναι η επεξεργασία, τα μεταφορικά, η συσκευασία, η αμοιβή του αντιπροσώπου (17-23%) και αμοιβή του σούπερ μάρκετ (περίπου 30%), νομίζουμε ότι δεν βοηθά στη λύση του προβλήματος.
Αναφορικά για τα σενάρια περί θέσπισης γάλακτος 2-3 ημερών, αυτά στερούνται παντελώς επιστημονικής τεκμηρίωσης, καθώς το γάλα που υπόκειται στην πιο ήπια θερμική επεξεργασία που είναι 71,7 βαθμούς Κελσίου για 15 δευτερόλεπτα αποδεδειγμένα διαρκεί 5 μέρες. Πως θα πούμε αύριο στον καταναλωτή ότι διαρκεί 2 μέρες; Εκτός αυτού το γάλα 2-3 ημερών θα οδηγήσει σε σύγχυση του καταναλωτή με τελικό αποτέλεσμα αυτοί να στραφούν στο γάλα υψηλής παστερίωσης το οποίο θα είναι και εισαγόμενο. Επίσης με τον τρόπο αυτό περιορίζονται τα μικρά συνεταιριστικά εργοστάσια, τα οποία παρεμπιπτόντως δεν εισάγουν γάλα, σε καθαρά τοπικό επίπεδο μη δίνοντας τους τη δυνατότητα να επεκταθούν και σε άλλες αγορές. Μειώνουμε δηλαδή ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό και δίνουμε τη δυνατότητα στις μεγάλες εταιρείες του χώρου – ειδικότερα σε αυτές που έχουν εργοστάσια και στο εξωτερικό- να μονοπωλήσουν την αγορά με εισαγόμενο γάλα. Η δε μείωση της τιμής τότε θα είναι όνειρο θερινής νυκτός.
Παν. Πεβερέτος
Επιδιώκουν ένα
υποβαθμισμένο γάλα
Ο όρος «φρέσκο» σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία σε καμία περίπτωση δεν είναι αντίθετος με την ευρωπαϊκή, ούτε αποτελεί παραβίαση των ευρωπαϊκών στάνταρ, άλλωστε υπάρχει και σε άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. Στην Ελλάδα, σημειώνει προς την «Ε», ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας κ. Παναγιώτης Πεβερέτος, η φρεσκότητα υπολογίστηκε σε πέντε ημέρες, όχι τυχαία βέβαια αλλά γιατί επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής που διαφέρουν από αυτές των βορείων χωρών.
«Σε ό,τι αφορά στον Έλληνα καταναλωτή τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι το γάλα των δέκα ημερών θα είναι ένα υποβαθμισμένο προϊόν λόγω θερμικής επεξεργασίας αλλά και λόγω έλλειψης φρεσκάδας. Είναι άλλωστε επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι η θρεπτική αξία του γάλακτος μειώνεται όσο αυξάνεται η θερμοκρασία παστερίωσης και είναι ανάλογη με τον χρόνο που πέρασε από την ημερομηνία παραγωγής.
Ο Έλληνας καταναλωτής επίσης ήδη πίνει ακριβό το εισαγόμενο ευρωπαϊκό γάλα, ενώ το φρέσκο ελληνικό είναι από τα φθηνότερα αντίστοιχα γάλατα στην Ευρώπη. Επιπλέον μην ξεχνάτε ότι μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας προέλευσης στο γάλα κατήργησαν και το δικαίωμα του καταναλωτή να γνωρίζει τι γάλα καταναλώνει και από πού προέρχεται.
Για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θέλω να αναφέρω αυτό που από όλους υποστηρίζεται και από την Κυβέρνηση ότι στη δύσκολη οικονομικά περίοδο που διανύουμε, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία - κτηνοτροφία) αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας. Διερωτώμαι πραγματικά πώς μπορεί να προέλθει η ανάκαμψη οδηγώντας την αγελαδοτροφία σε πλήρη κατάρρευση και αφανισμό, γιατί αυτό θα συμβεί με την αύξηση της διάρκειας ζωής του φρέσκου γάλακτος.
Σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές, ήδη εισάγουμε πάνω από το 60% των αναγκών μας σε γάλα και διερωτώμαι ποια είναι η πολιτική της κυβέρνησης να εισάγεται το 100% των αναγκών μας; Επιπλέον το γάλα μακράς διάρκειας το οποίο κυκλοφορεί σήμερα στην αγορά, και το υψηλής παστερίωσης που είναι ως επί το πλείστον από εισαγόμενο γάλα, είναι ακριβότερα στην αγορά απ’ ότι το φρέσκο ελληνικό. Άρα λοιπόν με ποια διαδικασία, οι περαιτέρω εισαγωγές θα ρίξουν την τιμή. Επίσης δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα γεγονότα που συνέβησαν στην αγορά του βόειου κρέατος. Η χώρα μας ήταν ελλειμματική σε ποσοστό 35-40% και οι εισαγωγές όχι μόνο δεν βοήθησαν στη μείωση των τιμών καταναλωτή αλλά έστειλαν το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας στο 10 – 12 %.
Οι Έλληνες παραγωγοί δεν απολαμβάνουν τις υψηλότερες τιμές στην Ε.Ε. Οι χώρες με την υψηλότερη τιμή στο γάλα σήμερα είναι η Κύπρος (0,58 € /κιλό ) η Μάλτα (0,50 €/κιλό) η Φινλανδία ( 0,48 €/κιλό) και η Ιρλανδία (0,45 €/κιλό). Επίσης και στην Ιταλία η τιμή διαμορφώνεται στα 0,44 €/λίτρο. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η μέση τιμή παραγωγού σε επίπεδο Ε.Ε τον Νοέμβριο του 2013 διαμορφώθηκε στα 0,40 € το κιλό, 18% περίπου υψηλότερη από εκείνη τον αντίστοιχο μήνα του 2012. Αντίθετα η μέση τιμή στην Ελλάδα το 2013 (0,44 €/κιλό ) διαμορφώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα από το προηγούμενο έτος.
Μην ξεχνάτε ότι, η Ελλάδα παράγει μόλις το 0,45 % της συνολικής παραγωγής γάλακτος της Ε.Ε. Επιπλέον καταγράφεται συνεχής μείωση της παραγωγής αγελαδινού γάλακτος αλλά και του αριθμού των αγελαδοτρόφων (66% τα τελευταία έντεκα χρόνια). Παράλληλα το πολύ υψηλό κόστος παραγωγής, (ζωοτροφές, ενέργεια, φάρμακα κ.α.) και η υπερφορολόγηση δημιουργούν άνισο ανταγωνισμό.
Οι Έλληνες που διαβιούν σε νησιά έχουν πρόσβαση στο φρέσκο γάλα όχι μόνο από τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες αλλά και από μικρές τοπικές παραγωγικές μονάδες και μπορώ να σας αναφέρω πολλά τέτοια παραδείγματα. Οι μικροί παραγωγοί και μάλιστα των απομακρυσμένων περιοχών δυστυχώς θα είναι αυτοί που θα πληγούν πρώτοι εάν περάσει η επιχειρούμενη επιμήκυνση της ζωής του φρέσκου γάλακτος. Οι συγκεκριμένοι παραγωγοί λόγω του μικρού όγκου παραγωγής και της δυσκολίας να αναπτύξουν μεγάλα δίκτυα διανομής ώστε να πουλήσουν τον προϊόν τους στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαθέτουν την παραγωγή τους στην τοπική αγορά».