Κατά τη διάρκεια της συνάντησης επιβεβαιώθηκε η διαρκής συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου και του κλάδου, με στόχο την ενίσχυση και τη βιώσιμη ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο της συζήτησης τέθηκαν επί τάπητος κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τους παραγωγούς, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση του κλάδου. Ο υπουργός επανέλαβε τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας να μειωθεί το υφιστάμενο πλαφόν παράδοσης του προϊόντος, προκειμένου να καταβληθεί το ποσό της συνδεδεμένης ενίσχυσης στους δικαιούχους, με στόχο να στηριχθούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι δυσκολίες που έχουν προκύψει, λόγω της κλιματικής κρίσης.
Παράλληλα, θα εξεταστεί κάθε δυνατή λύση για την αντιμετώπιση μεμονωμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι βαμβακοπαραγωγοί. Επίσης, ο Κώστας Τσιάρας τόνισε ότι «κλείδωσε» το νέο πρόγραµµα, που προωθεί το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για τη μείωση αποτυπώματος του άνθρακα στη βαμβακοκαλλιέργεια.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αναγνώρισε τις προκλήσεις της φετινής δύσκολης χρονιάς, τόσο στην παραγωγή όσο και στις τιμές, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ο βαμβακοκαλλιεργητής πρέπει να εξελιχθεί σε επιχειρηματία, διαχειριζόμενος το προϊόν του με όρους αγοράς.
Προθεσμίες για ενισχύσεις
Έως τις 15 Φεβρουαρίου 2025 θα έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για να λάβουν οικονομική ενίσχυση de minimis οι αλιείς (πλοιοκτήτες/συμπλοιοκτήτες) των Περιφερειών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας.
Για τη χορήγηση των de minimis, «προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, συνολικού ύψους κατ’ ανώτατο όριο 1.662.000 ευρώ για το οικονομικό έτος 2024, υπό την προϋπόθεση της τήρησης του ορίου του άρθρου 4 της ΚΥΑ και ότι καλύπτεται από τον τακτικό προϋπολογισμό του ΥΠΑΑΤ», σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απόφαση του Υπουργείου.
ΥΨΟΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ
Το ύψος του κατ’ αποκοπή ποσού ενίσχυσης ήσσονος σημασίας (de minimis) ορίζεται ως εξής για τις ακόλουθες περιπτώσεις:
* Παράκτια αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος μικρότερο ή ίσο των 5,99 μέτρων, σε 1.800 ευρώ ανά σκάφος.
* Παράκτια αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος από 6,00 μέτρα και μικρότερο ή ίσο των 11,99 μέτρων, σε 2.600 ευρώ ανά σκάφος.
* Παράκτια αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος 12,00 μέτρα και μικρότερο ή ίσο των 14,99 μέτρων, σε 7.000 ευρώ ανά σκάφος.
* Παράκτια αλιευτικά σκάφη με ολικό μήκος ίσο ή μεγαλύτερο των 15,00 μέτρων, σε 8.000 ευρώ ανά σκάφος.
* Αλιευτικά σκάφη μέσης αλιείας, με το αλιευτικό εργαλείο γρι-γρι και μηχανότρατα, σε 12.000 ευρώ ανά σκάφος.
* Αλιευτικά σκάφη εσωτερικών υδάτων ανεξαρτήτως μήκους, σε 1.800 ευρώ ανά σκάφος.
Οι δικαιούχοι υποβάλλουν το αίτημά τους για χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης προς τη Γενική Διεύθυνση Αλιείας του ΥΠΑΑΤ, μέσω των αρμόδιων Υπηρεσιών Αλιείας των ΠΕ, των Περιφερειών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, όπου τηρείται και ο φάκελος του σκάφους.
Παράταση για αγροτική οδοποιία
Παρατείνεται έως τις 28 Φεβρουαρίου 2025 η προθεσμία για την υποβολή ηλεκτρονικών αιτήσεων στήριξης στο πλαίσιο της Παρέμβασης Π3-73-1.2: «Βελτίωση πρόσβασης σε γεωργική γη και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις» του Σ.Σ. ΚΑΠ 2023-2027.
Ο συνολικός προϋπολογισμός της παρέμβασης ανέρχεται σε 65 εκατ. ευρώ. Δικαιούχοι για την υποβολή των σχετικών προτάσεων είναι οι Δήμοι της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι κάθε δικαιούχος έχει δικαίωμα υποβολής έως -το ανώτερο- έξι αιτήσεων στήριξης.
Η εμμονή Κουρέτα με τον πρωτογενή τομέα
Αποκαλυπτικά στοιχεία από έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ για φυτική και ζωική παραγωγή
Πού έχουμε ελλείψεις και πού πλεονάσματα
Σκεφτείτε ένα δέντρο χωρίς ρίζες. Είναι αδύνατον να αντέξει σε έναν δυνατό άνεμο. Έτσι και η Θεσσαλία δεν μπορεί να αντέξει σε κανένα οικονομικό περιβάλλον χωρίς τον πρωτογενή τομέα της. Ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας που βρίσκεται δίπλα στους αγρότες πιστεύει πως ο ατέρμονος χρόνος των συζητήσεων και της διαχείρισης συμφερόντων, που είναι εις βάρος τους, έχει παρέλθει και δε χάνει ευκαιρία να τονίζει πως η κλιματική κρίση και όσα βίωσε η Θεσσαλία επιβάλλουν νέους σχεδιασμούς στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Η Περιφέρεια σχεδιάζει τη βιώσιμη ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, με όρους προστασίας του περιβάλλοντος, αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, πολιτικής προστασίας, αλλά και βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης, τόσο για το οικοσύστημα όσο και για τους αγρότες. Εάν ο κύκλος της αγροτικής παραγωγής της Θεσσαλίας διαταραχθεί, θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα, σύμφωνα με την εκτίμησή του και δε χάνει ευκαιρία να αναφέρεται και στα κοινωνικά δίκτυα στο ζήτημα.
Έτσι, προ ημερών ανήρτησε στο προσωπικό του ιστολόγιο τη μελέτη της ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία παρουσιάζει την αυτάρκεια στην Ελλάδα σε συγκεκριμένα προϊόντα, όπως: Οι βρώσιμες ελιές. Η παραγωγή καλύπτει το 615% της ζήτησης, όμως το 88,3% της παραγωγής εξάγεται. Τα επιτραπέζια σταφύλια (θα μπορούσε να καλυφθεί το 322% της εγχώριας κατανάλωσης. Σημειωτέον ότι το 74% της ελληνικής παραγωγής καταλήγει στο εξωτερικό). Τα ακτινίδια (242% επάρκεια, 62% εξαγωγές). Η σταφίδα (209% επάρκεια, 57% εξαγωγές). Το ρύζι (171% επάρκεια, 51% εξαγωγές). Επίσης, θα επαρκούσε το ελαιόλαδο (151%), αν καλυπτόταν η ποσότητα που εισάγεται (4,33%), το σκληρό σιτάρι (149% η επάρκεια, μόλις 10% της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές). Η παραγόμενη ποσότητα υπερκαλύπτει την κατανάλωση σε δημητριακά (82%), φρούτα (128%), τυροκομικά (το 80%), αιγοπρόβειο γάλα (98%), αυγά (91%) και τα πουλερικά (82%). Πολύ χαμηλή αυτάρκεια υπάρχει στο μαλακό σιτάρι από το οποίο γίνεται το ψωμί (32%), στα όσπρια σε ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%, στο βόειο κρέας (13%) και στο χοιρινό (38%). Σε περίπτωση που οι εισαγωγές γίνονταν απαγορευτικές λόγω κόστους, θα μας έλειπαν: Οι φακές. Παράγουμε 7.500 τόνους και εισάγουμε άλλες 10.000 τόνους, για να καλύψουμε τις εγχώριες ανάγκες. Το χοιρινό κρέας. Παράγουμε 111.000 τόνους, αλλά καταναλώνουμε 290.000 τόνους. Τα φασόλια. Τρώμε 35.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν οι 24.000 είναι εισαγωγής. Το μαλακό σιτάρι. Από το ένα εκατομμύριο τόνους που απαιτείται για τον άρτον τον επιούσιον η Ελλάδα παράγει μόλις 351.000 τόνους. Το βόειο κρέας. Από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως, μόλις 20.000 τόνοι παράγονται στην Ελλάδα. Επομένως, η παραγωγική ανασυγκρότηση πρέπει να εξηγηθεί στους πολίτες. Πώς θα την πετύχουμε και πώς αυτή θα γίνει η απαρχή μιας πραγματικής ανασυγκρότησης. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει αυτάρκης εύκολα. Αυτά γιατί εάν ο κύκλος της αγροτικής παραγωγής της Θεσσαλίας διαταραχθεί, θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα» καταλήγει ο Δ. Κουρέτας.
«Φουσκώνουν» το γάλα σε παραμεθόριο νομό
Προβληματισμό προκαλούν καταγγελίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας εδώ και πάνω από έναν μήνα σχετικά με δηλωθείσες ποσότητες γάλακτος ανά πρόβατο, που ξεπερνούν κατά 120% τον μέσο όρο απόδοσης μιας καλής, σύγχρονης προβατοτροφικής μονάδας στην Ελλάδα. Κτηνοτρόφοι εξηγούν ότι ο μέσος όρος των αποδόσεων πρόβειου γάλακτος, κατά τη γαλακτοπαραγωγική περίοδο, είναι στα 300-350 κιλά/ζώο για τις σταβλισμένες εκτροφές. Μία πολύ καλή, εκσυγχρονισμένη μονάδα μπορεί να φτάσει, σε καλές χρονιές, μέχρι και τα 400 κιλά/ζώο. Στον αντίποδα των αποδόσεων, βρίσκονται οι εκτατικές εκτροφές, όπου εκεί η μέση παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ 60 και 170 κιλών ανά ζώο. Οι υπερβολικές για τα δεδομένα της χώρας μας αποδόσεις, όπως έχουν καταγραφεί στα μηνιαία ισοζύγια γάλακτος του ΕΛΟΓΑΚ (ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ), σύμφωνα με τις καταγγελίες, αφορούν έναν συγκεκριμένο νομό στη Βόρεια Ελλάδα, που συνορεύει με χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συγκεκριμένος νομός, ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη φήμη στο αιγοπρόβειο γάλα και στη φέτα ΠΟΠ, τον Απρίλιο του 2020 είχε καταγεγραμμένους 291 παραγωγούς πρόβειου γάλακτος και παρέδωσε 1,46 εκατ. κιλά γάλα, ενώ τον Απρίλιο του 2024 είχε 243 παραγωγούς, οι οποίοι παρέδωσαν 1,56 εκατ. κιλά γάλα.
Αν και ακόμη δεν έχουν γίνει επίσημα γνωστές οι προθέσεις του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και του εποπτεύοντος Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, θεωρείται βέβαιο ότι οι καταγγελίες έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη. Φυσικά, οι φήμες οργιάζουν για το ποιος ή ποιοι κτηνοτρόφοι βρίσκονται πίσω από αυτό το κύκλωμα παραποίησης των στοιχείων εισκόμισης και παραγωγής γάλακτος, που από τη μία διαστρεβλώνουν το εμπόριο και από την άλλη εγκυμονούν κινδύνους για το καταναλωτικό κοινό. Προκειμένου να διαλυθεί η κάθε υπόνοια εμπλοκής του οποιουδήποτε και για να μη σπιλώνεται όλος ο κλάδος, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών και των τυροκομείων, θα πρέπει το Υπουργείο να αναλάβει πρωτοβουλία και να επιταχύνει τους ελέγχους και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, που συγκεντρώνει ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, το σύνολο των Ελλήνων παραγωγών πρόβειου γάλακτος τον Νοέμβριο του 2024 ήταν 37.867. Το σύνολο της ποσότητας γάλακτος που εισκομίστηκε σε γαλακτοβιομηχανίες και τυροκομεία ανήλθε στα 673.377.265 κιλά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024 (από τον Δεκέμβριο του 2023 έως και τον Νοέμβριο του 2024) και η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 1,44 ευρώ/κιλό. Οι αντίστοιχες καταγραφές του ΕΛΓΟ για το γίδινο γάλα ήταν 12.515 παραγωγοί, 150.791.719 κιλά και 0,92 ευρώ/κιλό.
Η πολιτεία μεριμνά, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής του ισοζυγίου του γάλακτος «ΑΡΤΕΜΙΣ» για τον έλεγχο των παραγόμενων ποσοτήτων, τόσο των εισαγόμενων όσο των ποσοτήτων ελληνικής προέλευσης. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4492/2017, όπως τροποποιήθηκε με ΦΕΚ στις 29 Ιουλίου 2020:
1. Η επισήμανση της προέλευσης του γάλακτος και του γάλακτος ως συστατικού στα γαλακτοκομικά προϊόντα, προσυσκευασμένα ή μη, που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ, είναι υποχρεωτική και περιλαμβάνει τις εξής ενδείξεις:
α) «Χώρα αρμέγματος»: Το όνομα της χώρας όπου έγινε το άρμεγμα.
β) «Χώρα επεξεργασίας»: Το όνομα της χώρας όπου έγινε η επεξεργασία του γάλακτος.
γ) «Χώρα συσκευασίας»: Το όνομα της χώρας όπου έγινε η συσκευασία του προϊόντος.
2. Αν το άρμεγμα, η επεξεργασία και η συσκευασία του γάλακτος και του γάλακτος ως συστατικού σε γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν γίνει στην ίδια χώρα, η ένδειξη προέλευσης στο τελικό προϊόν μπορεί να αποδοθεί ενιαία ως «Προέλευση Γάλακτος: Όνομα χώρας».
3. Αν το άρμεγμα, η επεξεργασία και η συσκευασία του γάλακτος και του γάλακτος ως συστατικού σε γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν γίνει σε περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ένδειξη προέλευσης γάλακτος στο τελικό προϊόν μπορεί να αποδοθεί ενιαία ως «προέλευση γάλακτος Ε.Ε.».
4. Αν το άρμεγμα, η επεξεργασία και η συσκευασία του γάλακτος και του γάλακτος ως συστατικού σε γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν γίνει σε περισσότερες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ένδειξη προέλευσης γάλακτος στο τελικό προϊόν μπορεί να αποδοθεί ενιαία ως «προέλευση γάλακτος εκτός Ε.Ε.».