Η ακραία ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης νερού που σταθερά κατά τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρεύει τα καταστροφικά υδατικά ελλείμματα, συνεχίζει να αποτελεί την κορυφαία παθογένεια για το περιβάλλον, τη ζωή και την οικονομία της Θεσσαλίας, με τις κυβερνήσεις να περιορίζονται σε ευχολόγια και υποσχέσεις που σύντομα εγκαταλείπονται.
Εδώ και πολλά χρόνια, φορείς και οργανώσεις της Θεσσαλίας, με τη συνδρομή επιστημονικών ιδρυμάτων, υποβάλλουν συγκεκριμένες προτάσεις για το μέγιστο θέμα των υδάτων. Από το 2014 (κυβέρνηση Σαμαρά), με τη θεσμοθέτηση του πρώτου για την περιοχή μας Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (γνωστού ως ΣΔΛΑΠ), ουσιαστικά συμπεριλήφθηκε με πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση το σύνολο των διεκδικήσεών μας. Ελπίσαμε τότε πως επιτέλους κάτι θα ξεκινήσει να γίνεται στη Θεσσαλία, με σωστό σχεδιασμό αυτήν τη φορά. Ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία έθεσε το υδατικό της Θεσσαλίας στο χαμηλότερο ράφι των προτεραιοτήτων της. Η μόνη συγκεκριμένη πολιτική της πρωτοβουλία ήταν μέσω της 1ης αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠ του 2014 να «ακυρώσει» τη μεταφορά νερού από τον Αχελώο, ενέργεια την οποία πρόβαλε με ενθουσιώδεις δηλώσεις, έχοντας, βεβαίως, το βλέμμα στραμμένο προς το εσωτερικό του κόμματος και τις πιέσεις από τους «οικολόγους». Και μάλιστα εντελώς ανεύθυνα επέλεξε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της να εγκαταλείψει στην τύχη τους τα ημιτελή έργα επάνω στον ρου του ποταμού, αποφεύγοντας να πράξει το αυτονόητο, δηλαδή να κατεδαφίσει τα έργα που «ακύρωσε» και κυρίως αυτό του φράγματος στη Συκιά. Ως γνωστόν, τα εγκαταλελειμμένα προφράγματα καταστρέφουν τα οικοσύστημα στα «μπαζωμένα» ποτάμια Αχελώο και Κουμπουργιανίτη, ενώ παράλληλα δημιουργούνται πολύ σοβαροί κίνδυνοι σε περίπτωση ισχυρών πλημμυρικών φαινομένων (καθόλου ασυνήθιστο για την περιοχή).
Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν κατάφερε να προχωρήσει στην υλοποίηση ή έστω στην ωρίμανση-δρομολόγηση κανενός νέου έργου από τα προβλεπόμενα στο ΣΔΛΑΠ που της κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Ακόμη και έργα με οριστικές μελέτες και περιβαλλοντική αδειοδότηση, όπως ο ταμιευτήρας Πύλης, αγνοήθηκαν εμφατικά. Δεν ασχολήθηκε ούτε καν με την προφανή αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού των ΤΟΕΒ/ΓΟΕΒ. Και όσον αφορά την υποτιθέμενη ευαισθησία τους για το περιβάλλον, αυτή, όπως αποδείχθηκε, δεν αποτέλεσε καθόλου ισχυρό κίνητρο, ώστε να ανταποκριθούν στο υπερώριμο αίτημα δημιουργίας ενός Φορέα Διαχείρισης Υδάτων. Σημειωτέον μια τέτοια κίνηση δεν προσέκρουε σε κάποια από τις μνημονιακές δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει. Με δυο λόγια, αδιαφορία και πλήρης στασιμότητα.
Μετά την κυβέρνηση Τσίπρα ήρθε η πενταετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και αυτή είχε στη διάθεσή της ένα ολοκληρωμένο ΣΔΛΑΠ (1η Αναθεώρηση) από τους προηγούμενους, με το οποίο ελάχιστα ασχολήθηκε. Καμία πρωτοβουλία εκπόνησης ενός εφαρμοστικού πλάνου (master plan), καμία ανταπόκριση στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των φορέων της Θεσσαλίας για προτεραιοποίηση, ωρίμανση και έναρξη υλοποίησης των πολύ συγκεκριμένων έργων και μέτρων του ΣΔΛΑΠ.
Δυό-τρία έργα που δρομολογήθηκαν, και αυτά το τέλος της πρώτης τετραετίας (αρδευτικό Ταυρωπού, αρδευτικό Υπέρεια-Ορφανά), δεν αλλοιώνουν την συνολική εικόνα. Όσον αφορά δε υποσχέσεις του ίδιου του πρωθυπουργού για σημαντικά έργα, αυτές πολύ σύντομα «ξεχάστηκαν» (ενδεικτικά αρχικά υποσχέθηκε τη συνέχιση των έργων Αχελώου για τα οποία στη συνέχεια «ανακάλυψε» συνταγματικά προβλήματα. Την ίδια τακτική ακολούθησε και το 2021 για την κατασκευή του ταμιευτήρα Μουζακίου). Για μία ακόμα φορά αποδείχθηκε πως οι υποσχέσεις τους υπηρετούν τη γνωστή παλαιοκομματική αντίληψη, υποτιμώντας τον λαό και χωρίς συναίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης.
[Και ειδικά σε αυτήν την κυβέρνηση αποδεικνύεται -μεταξύ άλλων- και η συνεχής μετατόπιση των κέντρων αποφάσεων προς ένα «κλειστό» σύστημα εκτελεστικής εξουσίας υπό τον πρωθυπουργό, μακριά από κοινωνικούς φορείς και επαγγελματικές οργανώσεις, μακριά ακόμη και από την κοινοβουλευτική τους ομάδα, με δυνατότητα πρόσβασης ή επιρροής από ελάχιστα μόνο άτομα ή/και ομάδες με «ειδικά» χαρακτηριστικά].
Σχετικά με τις περσινές πλημμύρες, είναι πλέον κοινά αποδεκτό πως η κυβέρνηση, παρά τις δραματικές εμπειρίες με τις καταστροφές σε Καρδίτσα και Μουζάκι («Ιανός») πριν λίγα χρόνια και δέκα μήνες μετά τους «Daniel» και «Elias», καθυστερεί να ανταποκριθεί ακόμη και σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις της σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση και την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας. Περιορισμένες αποζημιώσεις και ενισχύσεις των πληγέντων, έλλειψη σχεδίου, αποσπασματικές ενέργειες και τελικά μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση έργων και μέτρων.
Μία χαρακτηριστική αντίφαση, αλλά και ενδεικτική της υποτίμησης του υδατικού προβλήματος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη υπήρξε μετά τον «Daniel» η κατεπείγουσα ανάθεση εκπόνησης ενός master plan για τη Θεσσαλία στην ολλανδική εταιρεία HVA. Τότε μόνο και υπό την πίεση των πραγμάτων «θυμήθηκαν» αυτό που όλοι οι θεσσαλικοί φορείς, επί μία τετραετία, ζητούσαμε επίμονα από τους επιτελείς και τον ίδιο τον πρωθυπουργό (όπως βεβαίως παλαιότερα και από την κυβέρνηση Τσίπρα), να προχωρήσουν επιτέλους με βάση το ΣΔΛΑΠ στην εκπόνηση ενός εφαρμοστικού πλάνου. Δυστυχώς, ουδέποτε εισακουστήκαμε, πολλά χρόνια χάθηκαν και η αβελτηρία τους κοστίζει πανάκριβα στον ελληνικό λαό.
[Πάντως, έστω και με την τόσο καθυστερημένη δραματική επιβεβαίωση των προειδοποιήσεών μας, το master plan της HVA παραδόθηκε έγκαιρα και περιέχει αξιόλογες κατευθυντήριες προτάσεις, πλην όμως παραμένει εγκαταλελειμμένο και αναξιοποίητο, δεδομένου ότι οι προτάσεις του είναι γενικού χαρακτήρα και απαιτείται η εξειδίκευσή τους].
Η άλλη πρωτοβουλία της κυβέρνησης μετά τις καταστροφές του περασμένου έτους ήταν η δημιουργία του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ) Α.Ε. και μάλιστα με εξαιρετικά γρήγορες διαδικασίες. Ήδη δύο μήνες μετά τον «Daniel», στα τέλη του 2023, το ΥΠΕΝ και ο κ. Σκυλακάκης είχαν ανεπίσημα κυκλοφορήσει ένα προσχέδιο του σχετικού νομοθετήματος. Ο ΟΔΥΘ, μετά από μία προσχηματική διαβούλευση ολίγων ημερών (!), πέρασε από τη Βουλή και την περίοδο αυτήν «τρέχει» η προκήρυξη για την πλήρωση των (υψηλά αμειβόμενων) θέσεων των επικεφαλής στελεχών του οργανισμού αυτού.
Ο ένας βασικός σκοπός του ΟΔΥΘ Α.Ε. είναι να ασκεί συνολικά τη διαχείριση των υδάτων στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας (σημ.: ο άλλος είναι η ανάληψη του έργου των ΤΟΕΒ/ΓΟΕΒ, στον οποίο θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμα).
Στην πρώτη φάση της λειτουργίας του, που σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις δε θα υπάρξει πριν έναν έως ενάμιση χρόνο, το προσωπικό που θα διαθέτει θα προέλθει από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση (Διεύθυνση Υδάτων), με στελέχη που κατά βάση διαθέτουν μόνο διοικητική εμπειρία. Συνεπώς, καθόλου δε συμμερίζομαι την καλλιεργούμενη από φιλοκυβερνητικούς παράγοντες ανυπόστατη αντίληψη πως ο ΟΔΥΘ θα αναλάβει την υλοποίηση των δράσεων και των έργων για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας, τη μελέτη και την κατασκευή τεχνικών έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, δρόμους, γέφυρες, ταμιευτήρες, αρευτικά δίκτυα κ.ο.κ. Τέτοιου είδους δηλώσεις εντάσσονται κατά την άποψή μου σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσουν τις αρνητικές εντυπώσεις και να «απορροφήσουν» την αγανάκτηση αρκετών πολιτών σε σχέση με την κυβερνητική αναποτελεσματικότητα και την έλλειψη συντονισμού. [Στο ίδιο αποβλέπουν και οι δηλώσεις του κου Σκυλακάκη στη Βουλή τον περασμένο Απρίλιο πως «χωρίς τον ΟΔΥΘ δε σώζονται τα νερά της Θεσσαλίας»! (δείτε «Ελευθερία», 26/Ο4/24)].
Άλλωστε, για να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται έμπειρο προσωπικό και καλά οργανωμένες τεχνικές υπηρεσίες, οι οποίες αφενός δεν προβλέπονται, αφετέρου απαιτούν χρόνο για να δημιουργηθούν και να είναι σε θέση να υλοποιήσουν ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα. Και όσοι εξωτερικοί σύμβουλοι και να προσληφθούν στον ΟΔΥΘ, πολύ δύσκολα θα υποκαταστήσουν την παντελή απουσία μίας τέτοιας εσωτερικής οργάνωσης.
Κατά την εκτίμησή μου, είναι σαφές πως λόγω του επείγοντος η όποια ανασυγκρότηση θα στηριχθεί για πολλά επόμενα χρόνια στις υφιστάμενες δομές (Υπ. Υποδομών, Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης, Περιφέρεια Θεσσαλίας, ίσως και κάποιους μεγάλους Δήμους).
Συμπερασματικά, πολύ δύσκολα ο ΟΔΥΘ Α.Ε. θα μπορέσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ανταποκριθεί και στις δύο βασικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στον ιδρυτικό του νόμο. Κατά μείζονα λόγο εάν κάποιοι επιδιώξουν να του «προσθέσουν» και άλλες αρμοδιότητες. Και όσο και να τον διαφημίζουν επικοινωνιακά, η δημιουργία του ΟΔΥΘ δε θα προσθέσει και πολλά στον έως σήμερα πενιχρό απολογισμό της κυβέρνησης σε σχέση με την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας.
Για την ώρα, σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό, προέχει η αξιοποίηση των δύο βασικών πρόσφατα εγκεκριμένων Σχεδίων για τα νερά (ΣΔΛΑΠ και Πλημμύρες) και η ΑΜΕΣΗ εκπόνηση ενός συνθετικού εφαρμοστικού σχεδίου που θα αποτελέσει στο εξής τον «οδηγό» για την επιλογή έργων και δράσεων.
Στο θέμα αυτό, όμως, θα επανέλθουμε.