Η νέα ανάλυση έχει θέμα τις θετικές και αρνητικές αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά την έξοδό της από τα μνημόνια, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μια ανάμεικτη εικόνα συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι σαφέστατα υψηλότερος, ωστόσο, βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως η σύνθεση του ΑΕΠ, η παραγωγικότητα της εργασίας και οι μισθοί υστερούν σημαντικά σε σχέση με τον μέσο όρο.
Ξεκινώντας από τους ρυθμούς μεγέθυνσης, το διάγραμμα 1 δείχνει την εξέλιξή τους από το 2019 έως το 2023.
Διάγραμμα 1. Ρυθμός μεγέθυνσης πραγματικού ΑΕΠ
Όπως βλέπουμε από τα στοιχεία της Eurostat, μετά τη βαθύτερη ύφεση του 2020 εξαιτίας της πανδημίας, η Ελλάδα κατάφερε να ανακάμψει γρηγορότερα καθώς ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ταχύτερη μεγέθυνση είναι οπωσδήποτε ευνοϊκό στοιχείο και εξηγείται εν μέρει από το χαμηλότερο σημείο εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας (catch-upeffect).
Όμως, εξίσου σημαντικό στοιχείο με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι η σύνθεσή του. Αυτή δείχνει το διάγραμμα 2 που διακρίνει το ΑΕΠ στις βασικές του συνιστώσες από την πλευρά της δαπάνης: Κατανάλωση, Επένδυση, Εισαγωγές και Εξαγωγές.
Διάγραμμα 2. Συνιστώσες ΑΕΠ, 2023, %ΑΕΠ
Με βάση τα στοιχεία του 2023, το ελληνικό ΑΕΠ χαρακτηρίζεται από σαφώς υψηλότερο ποσοστό Κατανάλωσης και αντίστοιχα χαμηλότερα ποσοστά Επενδύσεων και Εξαγωγών. Συγκεκριμένα, η Κατανάλωση υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά σχεδόν 15 μονάδες ενώ οι Επενδύσεις και οι Εξαγωγές υστερούν κατά 8 περίπου μονάδες. Πρόκειται για μια διαχρονική ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας: το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ καταλήγει στην Κατανάλωση περιορίζοντας εκείνο που απομένει για Επενδύσεις και σχηματισμό κεφαλαίου που θα αύξανε τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες. Επίσης, οι χαμηλές εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις υψηλές εισαγωγές, εξηγούν την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των τελευταίων ετών.
Επομένως, το ελληνικό ΑΕΠ μεγεθύνεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο η σύνθεσή του είναι μάλλον προβληματική. Εκεί όμως που εντοπίζεται το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι στην παραγωγικότητα της εργασίας και τους μισθούς. Η παραγωγικότητα είναι πιθανότατα το κρισιμότερο μέγεθος μιας οικονομίας καθώς ορίζει τη δυνατότητά της να δημιουργεί εισόδημα και να αμείβει τη μισθωτή εργασία. Η παραγωγικότητα υπολογίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο στον ιδιωτικό μη αγροτικό τομέα και προέρχεται από τις Διαθρωτικές στατιστικές επιχειρήσεων (StructuralBusinessStatistics) της Eurostat. Οι μισθοί υπολογίζονται από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της Eurostat και αντιστοιχούν σε μισθούς πλήρους απασχόλησης.
Μπορούμε να δούμε τη θέση της Ελλάδας σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διάγραμμα 3.
Διάγραμμα 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και μισθός πλήρους απασχόλησης, 2021, χιλ. ευρώ
Όπως φαίνεται, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σοβαρή υστέρηση παραγωγικότητας σε σχέση με την ΕΕ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2021, κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα παρήγαγε αξία 23 χιλιάδων ευρώ ετησίως, έναντι 60,2 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή βρίσκονταν στο 38,3% του μέσου όρου. Αυτή η υστέρηση παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με την άνιση διανομή, είναι και ο βασικότερος λόγος του χαμηλότερου μισθού στη χώρα μας που φτάνει τις 16,1 χιλιάδες ευρώ ετησίως έναντι 33,6 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή στο 48% του μέσου όρου.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως η υστέρηση της ελληνικής παραγωγικότητας οφείλεται εν μέρει στο χαμηλό ποσοστό επενδύσεων που περιορίζουν την τεχνολογία παραγωγής. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο οι χαμηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας αλλά και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η οποία με τη σειρά της εξηγεί τις ανεπαρκείς εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.