Οι αγρότες από κοινού με τους Δήμους της περιοχής τους κινητοποιούνται τις ημέρες αυτές διεκδικώντας αποζημιώσεις, αλλαγή κανονισμού ΕΛΓΑ, προστασία της παραγωγής τους, λογικές τιμές στην ενέργεια, καλύτερες τιμές στα προϊόντα τους και γενικά επίλυση γνωστών προβλημάτων που έρχονται από το παρελθόν και δεν σχετίζονται αποκλειστικά με τις πλημμύρες.
Ταυτόχρονα όμως όλοι αντιλαμβάνονται ότι εκτός από τα παραπάνω χρειάζεται και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, αφενός για την ανασυγκρότηση της περιοχής, αφετέρου για την διαμόρφωση συνθηκών ασφάλειας και προστασίας σε περίπτωση επανεμφάνισης παρόμοιων φαινομένων.
Στον έντονο προβληματισμό για τα δύο αυτά ζητήματα εντελώς συγκυριακά συνέπεσαν και οι διαδικασίες της αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) και του Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας (ΣΔΚΠ), τα οποία «κλείνουν» μέχρι το τέλος του έτους.
Σύντομα αναμένεται η τελική έγκρισή τους από την Κυβέρνηση, η οποία αμέσως μετά τις πλημμύρες ανέθεσε στην Ολλανδική HVA τη σύνταξη ενός πορίσματος για την αξιολόγηση της σημερινής κατάστασης στη Θεσσαλία και για τις προτάσεις αντιμετώπισης της σύνθετης κατάστασης που βιώνουμε, το οποίο αναμένεται να παραδοθεί στην Κυβέρνηση μετά από δύο μήνες (τουλάχιστον).
Τέλος, προστέθηκαν και οι προτάσεις της Διεπιστημονικής Επιτροπής που συγκρότησε ο νεοεκλεγείς περιφερειάρχης κ. Δ. Κουρέτας, ο οποίος πρόσφατα από τη Λάρισα παρουσίασε δημόσια τις δικές τους θέσεις.
Προφανώς είναι ευπρόσδεκτες και χρήσιμες όλες οι προτάσεις επιστημόνων και αυτοδιοικητικών παραγόντων στην κρίσιμη αυτή περίοδο, δεδομένου ότι αφενός εμπλουτίζουν τον αναγκαίο διάλογο σε τόσο σοβαρά ζητήματα, αφετέρου οι όποιες αποφάσεις πρέπει να έχουν απόλυτη τεχνική, οικονομική και περιβαλλοντική τεκμηρίωση.
Από την άλλη, όμως, αυτή η πανσπερμία απόψεων και προτάσεων που σταδιακά βλέπει το φως της δημοσιότητας, δεν έχει για την ώρα οδηγήσει σε ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα.
Αυτή τη στιγμή απέχουμε αρκετά από την συγκρότηση ενός εφαρμοστικού Σχεδίου που θα συνδυάζει την έγκριση από την Κυβέρνηση και ταυτόχρονα την αποδοχή από την τοπική κοινωνία και την Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Με άλλα λόγια καταγράφεται μια αντίφαση, δηλαδή να υπάρχει ένα πλήθος σοβαρών ή/και τεκμηριωμένων προτάσεων και ταυτόχρονα να πλανάται η έντονη αμφιβολία εάν, πότε και με ποιον τρόπο όλες αυτές οι προτάσεις θα τύχουν εφαρμογής και υλοποίησης.
Στο μεταξύ καθημερινά ακούμε και βλέπουμε αλλεπάλληλες επισκέψεις κυβερνητικών στελεχών στην περιοχή, επαφές, δηλώσεις ή/και υποσχέσεις, στην πράξη όμως όλα αυτά δεν προσφέρουν βεβαιότητα πως βαδίζουμε σίγουρα και σωστά.
Άλλωστε και η εμπιστοσύνη των πολιτών έχει κλονιστεί με όσα συμβαίνουν, γιατί τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων μηνών απέδειξαν πως η κλιματική κρίση αρκετές φορές χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την «απόκρουση» ευθυνών από τους αρμόδιους διαχειριστές είτε της κεντρικής είτε της τοπικής διοίκησης.
Αντίθετα, στα θέματα της ασφάλειας της περιοχής μας από έντονα φαινόμενα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αποδείχθηκε ότι οι πολιτικοί και τοπικοί μας ηγέτες υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων και επέδειξαν απαράδεκτη έλλειψη προνοητικότητας, κατά μείζονα λόγο που πριν τρία χρόνια ο Ιανός μας είχε στείλει ισχυρή προειδοποίηση για τους κινδύνους, «πιστοποιημένη» μάλιστα με τρεις θανάτους συμπολιτών μας και ζημίες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Όλα δείχνουν πως δεν έχουμε στη διάθεσή μας άφθονο χρόνο για συζητήσεις, ούτε για να χασομεράμε στη διαμόρφωση συγκεκριμένων δράσεων και έργων.
Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις πλημμύρες, άλλα και για τη λειψυδρία και την ξηρασία.
Όπως μάλιστα γράφει ο φίλος περιβαλλοντολόγος και συγγραφέας Ζήσης Αργυρόπουλος, «Οι κλιματικές συνθήκες στο γεωγραφικό μας περίγυρο είναι τέτοιες που μπορούν να παραγάγουν ακραίες καταστάσεις, ασύμμετρες ως προς την ένταση αλλά συμμετρικές ως προς την έκφραση. Έτσι, όπως προκλήθηκε μέγα - πλημμύρα, μπορεί να επέλθει και μέγα – ξηρασία. Και τότε θα είναι αργά να αναζητήσουμε πηγές να καλύψουν τις υδατικές μας ανάγκες. Θα είναι αργά να προγραμματίσουμε έργα ταμίευσης και πολύ πιο αργά να μιλήσουμε για εξοικονόμηση, αφού δεν θα υπάρχει απόθεμα».
Για όλους αυτούς τους λόγους ανησυχούμε πολύ για το «διά ταύτα» των αποφάσεων που δεν βλέπουμε και του σχεδιασμού - προγραμματισμού που δεν υπάρχει.
Επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε μια κάποια διέξοδο σε όλα αυτά τα αντιφατικά και περίπλοκα θα προτείναμε σαν βάση για τον σχεδιασμό το ΣΔΛΑΠ που πρόσφατα παρουσιάστηκε και, όπως προαναφέραμε, σύντομα θα γίνει κυβερνητική απόφαση.
Σημειώνουμε πως το ΣΔΛΑΠ καθιερώθηκε στο πλαίσιο ευρωπαϊκής οδηγίας για τα ύδατα (2000/60), αποτελώντας ένα σημαντικό «θεσμοθετημένο» εργαλείο ώστε να βελτιωθεί ο τρόπος διαχείρισης των υδάτων, κάτι που για την Θεσσαλία αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας.
Και ας μην ξεχνάμε πως παρεμβάσεις και έργα που δεν περιλαμβάνονται στο ΣΔΛΑΠ δεν είναι επιλέξιμα προς υλοποίηση.
Επίσης, καλλιέργειες που αρδεύονται με νερά από υπόγειους υδροφορείς των οποίων η κατάσταση χαρακτηρίστηκε από το ΣΔΛΑΠ ως «κακή» κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Παρόλα αυτά, δυστυχώς, ένα μικρό μόνο μέρος των πολιτών και των φορέων της Θεσσαλίας έχει αντιληφθεί την σημασία του Σχεδίου αυτού. Εκείνο όμως που μας ανησυχεί περισσότερο είναι η πρακτική που βιώσαμε από τις κυβερνήσεις με τα προηγούμενα ΣΔΛΑΠ, όπου συνήθως επέλεγαν ουσιαστικά ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ, προτιμώντας να διαχειρίζονται το υδατικό ζήτημα με επικοινωνιακές τακτικές.
Με αυτή τη λογική αδιαφόρησαν να συγκροτήσουν φορείς διαχείρισης των υδάτων στα Υδατικά Διαμερίσματα, να εκπονήσουν εφαρμοστικά πλάνα (masterplan) και – κυρίως - να διαθέσουν τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους για τις εγκεκριμένες (από τους ίδιους !) δράσεις και έργα.
Με απλά λόγια οι κυβερνήσεις μέσω του ΣΔΛΑΠ φρόντιζαν πρωτίστως να είναι τυπικά «εντάξει» ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην ευρωπαϊκή Οδηγία.
Έτσι, στο βαθμό που η πίεση των πολιτών και των οργανώσεων ήταν περιορισμένη, τα Σχέδια παρέμεναν «σχέδια επί χάρτου», ενώ η Θεσσαλία συνέχιζε να είναι απροστάτευτη και να «βουλιάζει» σε μια καταστροφική για την γεωργία και το περιβάλλον διαχείριση των υδάτων.
Στις σημερινές συνθήκες (μετά μάλιστα και την πρόσφατη τραγωδία των πλημμυρών) παρόμοιες πρακτικές κρίνονται εντελώς ανεύθυνες και πρέπει να απορριφθούν ασυζητητί.
Το νέο ΣΔΛΑΠ ΠΡΕΠΕΙ να εφαρμοστεί όπως θα εγκριθεί.
Στον ίδιο σχεδιασμό θα πρέπει να προσαρμοστούν και όσα προβλέπονται στο Σχέδιο Πλημμυρών (ΣΔΚΠ), όπως και οι προτάσεις της Περιφέρειας.
Επίσης με πολύ ενδιαφέρον περιμένουμε και τα πορίσματα από την Ολλανδική HVA, ώστε και αυτά να ενσωματωθούν στον εγκεκριμένο σχεδιασμό του αρμόδιου Υπουργείου (ΥΠΕΝ).
Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η χρησιμότητα των Σχεδίων θα μετριαστεί και, το κυριότερο, το αντίστοιχο masterplan που θα προταθεί θα συναντήσει σοβαρές δυσκολίες και εμπόδια στην εφαρμογή του.
Ας ελπίσουμε λοιπόν πως υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση από την Κυβέρνηση ώστε για πρώτη φορά να κινηθούμε ορθολογικά στο μείζον θέμα των υδάτων, εφαρμόζοντας ένα ενιαίο εγκεκριμένο σχέδιο με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Ας ελπίσουμε πως οι κυβερνώντες θα θέσουν επιτέλους στο επίκεντρο της πολιτικής τους το συμφέρον του λαού της περιοχής μας, την ασφάλειά του, την προστασία και αποκατάσταση των πληγωμένων οικοσυστημάτων μας, την στήριξη της αειφορικής και βιώσιμης γεωργίας, την συγκράτηση του αγροτικού (και όχι μόνο) πληθυσμού στον τόπο τους.
Ας ελπίσουμε ακόμη πως δεν θα ζήσουμε και πάλι την τακτική που ακολουθούσαν έως σήμερα οι περισσότεροι αυτοδιοικητικοί μας ηγέτες (Περιφέρεια, ΠΕΔ/Θ και Δήμαρχοι μεγάλων πόλεων), με κύριο χαρακτηριστικό τους την «χαλαρή πίεση» προς στις κυβερνήσεις (στα όρια της... προστασίας), ενώ συνειδητά επέλεξαν να έχουν τον κόσμο της περιοχής μας αδρανοποιημένο και χωρίς ενημέρωση.
Στο χέρι μας είναι όλα αυτά να τα αλλάξουμε. Η δραματική κατάσταση και οι κάθε είδους κίνδυνοι που μας απειλούν επιβάλλουν και την δική μας οργανωμένη αντίδραση.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.