Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούν οι επιπτώσεις των πλημμυρών στα επίπεδα εδάφη, στα οποία η επίδραση και οι μηχανισμοί που κυριαρχούν είναι τελείως διαφορετικοί σε σύγκριση με τα επικλινή εδάφη. Στα επίπεδα εδάφη απουσιάζει ο βασικός παράγοντας κλίση του εδάφους που μαζί με την ένταση της βροχής προκαλούν το φαινόμενο της διάβρωσης. Έτσι, στην περίπτωση των επίπεδων εδαφών οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος της υποβάθμισης είναι το είδος και το πάχος των αποθέσεων σε συνδυασμό με τη διάρκεια της κατάκλισης των εδαφών με νερό.
Οι αποθέσεις στα επίπεδα εδάφη μπορεί να περιλαμβάνουν μη εδαφικά υλικά, αλλά (κυρίως) εδαφικά που προέρχονται από διάβρωση εδαφών σε υπερκείμενες περιοχές.
Στην πρώτη κατηγορία, ανάλογα με την ένταση της βροχής, την απόσταση από το υδάτινο ρεύμα, τις περιοχές από τις οποίες περνάει το νερό, τις υποδομές και την ύπαρξη ή μη κατάλληλων αντιπλημμυρικών έργων, περιλαμβάνεται πλειάδα τελείως διαφορετικών υλικών με μεγέθη που κυμαίνονται από μικρά έως πολύ ογκώδη προερχόμενα από κατάρρευση κτηριακών υποδομών και διαφόρων εγκαταστάσεων, τμήματα αρδευτικών δικτύων, όπως φαίνεται στην εικόνα 1, γεωργικά μηχανήματα, αγροτικά εφόδια και ό,τι άλλο συναντάται σε χώρους που εξυπηρετούν τη γεωργική δραστηριότητα. Τα υλικά αυτά βρίσκονται διασκορπισμένα είτε στην επιφάνεια είτε θαμμένα από εδαφικά υλικά.
Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να τονισθεί η ολοκληρωτική ή μερική πλήρωση των αρδευτικών και στραγγιστικών καναλιών με διάφορα υλικά, κυρίως εδαφικά, τα οποία μαζί με την υπάρχουσα αυτοφυή βλάστηση (καλάμια) τα καθιστά άχρηστα για τον σκοπό που έχουν κατασκευασθεί (εικόνα 1), με τελική συνέπεια η καλλιέργεια της περιοχής μέχρι την αποκατάστασή τους να είναι απαγορευτική.
Στη δεύτερη περίπτωση, όπως ήδη αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο («ΕτΔ» 25-9-23), η κατάσταση έχει ως εξής: α) οι αποθέσεις να έχουν μικρό βάθος (έως 10-15 εκατ.) (εικόνα 2), κάτι που παρατηρείται στις περισσότερες εκτάσεις που πλημμύρισαν, β) οι αποθέσεις να έχουν μεγαλύτερο βάθος, 30-50 και επιπλέον εκατ., κάτι όμως που δεν φαίνεται να έχει συμβεί σε μεγάλη έκταση.
Εκτός όμως από τις παραπάνω περιπτώσεις, που οι επιπτώσεις από τις πλημμύρες είναι ορατές, υπάρχουν και οι μη ορατές με το μάτι, αλλά εξίσου σοβαρές που επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγικότητα των εδαφών (βλ. παλαιότερο άρθρο στην «ΕτΔ» 19/11/2020). Η αρνητική επίδραση των πλημμυρών δρα αθροιστικά στις επιπτώσεις των ξηρασιών, πολλαπλασιάζοντας τα αποτελέσματα μέσω της εναλλαγής τους με αυτές, ένα φαινόμενο που είναι πλέον σύνηθες και στη χώρα μας, όπου βιώνουμε έντονες ξηρασίες το καλοκαίρι ακολουθούμενες από πλημμύρες. Για να γίνει κατανοητή η έκταση των φαινομένων αυτών αναφέρεται ότι στην Ευρώπη τα τελευταία τριάντα χρόνια τα ακραία υδρολογικά φαινόμενα αυξήθηκαν κατά 60%, επηρεάζοντας άμεσα τη γεωργία, ενώ το 2011 μόνο η παραγωγή σιτηρών στην Αμερική μειώθηκε περισσότερο από 70% εξαιτίας αυτών (βλ. αναφορά 1).
Πώς λοιπόν επιδρούν οι πλημμύρες; Η παραγωγικότητα των εδαφών εξαρτάται πρώτιστα από την εδαφική υγρασία. Όλες οι φυσικοχημικές και βιολογικές διεργασίες εξελίσσονται παρουσία νερού, η οποία τις επηρεάζει καθοριστικά. Η συνεχής παρουσία νερού που συμβαίνει στα πλημμυρισμένα εδάφη, σχετίζεται άμεσα με την παρουσία οξυγόνου, το οποίο μειώνεται απότομα πολύ σύντομα, εντός 24 ωρών. Όταν η συγκέντρωση του οξυγόνου μειωθεί σε ποσοστό μικρότερο του 1%, οι συνθήκες γίνονται αρχικά υποξικές και στη συνέχεια πλήρως αναερόβιες. Όταν η διάρκεια αυτών των συνθηκών είναι μεγάλη, αλλάζουν πλήρως οι φυσικοχημικές και βιολογικές λειτουργίες του εδάφους. Οι επιπτώσεις που σχετίζονται με την παραγωγικότητα των εδαφών είναι η μεγάλη μείωση της διαθεσιμότητας των θρεπτικών στοιχείων (μειώνεται τουλάχιστο κατά δύο έως τέσσερις φορές), επικρατούν οι αναερόβιοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι μεταβάλλουν τη συμπεριφορά βασικών στοιχείων όπως ο άνθρακας, το άζωτο, ο φωσφόρος και τα μεταλλικά θρεπτικά στοιχεία. Σε ό,τι αφορά το άζωτο ευνοείται ο σχηματισμός αμμωνίας που εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα, απελευθερώνεται ο φωσφόρος και τα μεταλλικά θρεπτικά στοιχεία που απομακρύνονται με το νερό, οδηγώντας σε σημαντική μείωση της γονιμότητας του εδάφους. Παράλληλα αυξάνεται σημαντικά η έκλυση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις συνεχίζονται στην περίοδο της ξηρασίας που ακολουθεί, η οποία μειώνει την ανάπτυξη και τη δραστηριότητα των μικροοργανισμών, τη διαθεσιμότητα του φωσφόρου και των μεταλλικών θρεπτικών στοιχείων και προκαλεί πληθώρα άλλων μεταβολών που τελικά προκαλούν σημαντική μείωση της γονιμότητας του εδάφους (βλ. αναφορά 1).
Μετά από όλα αυτά, η μετέπειτα πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί για την αποκατάσταση των πλημμυρισμένων εδαφών στις επίπεδες περιοχές περιλαμβάνουν ενέργειες που μπορούν να γίνουν μόνο από την πολιτεία και ενέργειες των ίδιων των παραγωγών.
Σε ό,τι αφορά την πολιτεία τα άμεσα κατ’ ελάχιστο που πρέπει να γίνουν είναι:
α) υποστήριξη των ανθρώπων που έχασαν τις κατοικίες τους χωρίς τέτοια να θεωρείται «απαραίτητος» ο εγκλεισμός τους στις προσφυγικές δομές, β) καταγραφή των ζημιών στη φετινή παραγωγή (προκειμένου για βαμβάκι, καλαμπόκι, βιομηχανική ντομάτα, μηδική) και στις υποδομές (αρδευτικά συστήματα, μηχανολογικός εξοπλισμός και γρήγορη ικανή οικονομική βοήθεια, γ) έγκαιρη αποκατάσταση των βασικών υποδομών, οδικό δίκτυο πρώτα και αρδευτικά και στραγγιστικά κανάλια στη συνέχεια, ώστε να καταστεί δυνατή η επόμενη καλλιέργεια.
Οι παραγωγοί για την επαναφορά των εδαφών σε κατάσταση που να μπορούν να επανακαλλιεργηθούν πρέπει να πραγματοποιήσουν τα παρακάτω: α) σε όσες περιοχές που θα μπορέσουν να εργασθούν, κάτι που φαίνεται στα πλημμυρισμένα επί μακρόν επίπεδα εδάφη δεν φαίνεται πιθανόν να γίνει γρήγορα, ύστερα από τον καθορισμό από τα ξένα υλικά, πρέπει να ελεγχθεί το βάθος των εδαφικών αποθέσεων. Όπου αυτές είναι ρηχές, μπορούν να γίνουν οι εργασίες προετοιμασίας για την επόμενη καλλιέργεια. Όπου οι αποθέσεις είναι βαθύτερες, οι εργασίες ενσωμάτωσης θα είναι πιο δύσκολες, δεδομένου ότι οι αποθέσεις αυτές όταν ξηραθούν σκληραίνουν πολύ και είναι δύσκολη η κατεργασία τους (βλ. εικ. 2). Σημειώνεται ότι οι εργασίες πρέπει να γίνουν στην κατάλληλη περιεκτικότητα σε υγρασία (στο ρώγο), β) σε περιοχές με βάθος αποθέσεων μεγάλο (>30 cm οι εργασίες αποκατάστασης είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να γίνουν από τον ίδιο τον παραγωγό, τόσο από τεχνική όσο και από οικονομική πλευρά. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να προηγηθεί έλεγχος των αποθέσεων με κατάλληλες εργαστηριακές αναλύσεις, ενώ στην αποκατάσταση πρέπει να χρησιμοποιηθούν φυτά κάλυψης με προτίμηση στα ψυχανθή και υλικά με υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ουσία (π.χ. ιλύς βιολογικού καθαρισμού, φυτικά υπολείμματα κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση η πλήρης αποκατάσταση θα είναι από πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Τέλος, πρέπει να μπει στη συζήτηση και η αποζημίωση της μείωσης της γονιμότητας των εδαφών, η οποία μπορεί να μην εκδηλώνεται με πολύ οξύ τρόπο, αλλά μειώνει σημαντικά την παραγωγικότητα προκαλώντας σημαντική οικονομική ζημία στους παραγωγούς. Μέθοδοι υπολογισμού υπάρχουν, αρκεί να αναζητηθούν.
Αναφορές: 1. Furtak, K. And A. Wolinska. 2023. The impact of extreme weather events as a consequence of climate change on the soil moisture and on the quality of the soil environment and agriculture-A review. Catena 231:107378.
*Γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Χαρτογράφησης Εδαφών του πρ. Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).