Όσον αφορά το ρόδινο σκουλήκι, οι συλλήψεις πεταλούδων ρόδινου σκουληκιού κυμαίνονται σε χαμηλά έως μέτρια επίπεδα στις περισσότερες περιοχές της Π.Ε. Λάρισας, με εξαίρεση την Τ.Κ. Αρμενίου του Δήμου Κιλελέρ, όπου εμφανίζονται σχετικά υψηλά επίπεδα συλλήψεων. Από τους επιτόπιους ελέγχους, προς το παρόν δεν διαπιστώνεται ύπαρξη προσβολών πάνω από το όριο επέμβασης για το ρόδινο σκουλήκι».
Αυτά αναφέρει στο 2ο Δελτίο Γεωργικών Προειδοποιήσεων Ολοκληρωμένης Φυτοπροστασίας στη βαμβακοκαλλιέργεια της Περιφερειακής Ενότητας (Π.Ε.) Λάρισας που εξέδωσε προ ημερών η Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας Π.Ε. Λάρισας της Περιφέρειας Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Βόλου (ΠΚΠΦΠ & Φ.Ε. Βόλου), ενημερώνοντας τους βαμβακοπαραγωγούς της Π.Ε. Λάρισας για τις απαραίτητες ενέργειες αποτελεσματικής φυτοπροστασίας της βαμβακοκαλλιέργειας. Σύμφωνα με τη ΔΑΟ, «η Υπηρεσία συνιστά στους βαμβακοπαραγωγούς από το στάδιο της ανθοφορίας και στη συνέχεια, να βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα και να επιθεωρούν επισταμένως την καλλιέργειά τους (κάθε 3 – 4 ημέρες), προκειμένου να διαπιστώνουν έγκαιρα τυχόν εντομολογικές προσβολές για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, με το μικρότερο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος. Η επιθεώρηση των βαμβακοκαλλιεργειών συνιστάται να γίνεται πρωινές ή απογευματινές ώρες διασχίζοντας το χωράφι διαγώνια και εξετάζοντας 100 φυτά σε διαφορετικά σημεία της διαγωνίου. Η Υπηρεσία μας υπενθυμίζει στους παραγωγούς που έχουν τοποθετήσει φερομονικές παγίδες στα χωράφια τους για την παρακολούθηση του πράσινου και ρόδινου σκουληκιού, ότι οι συλλήψεις ενήλικων (πεταλούδων) στις φερομονικές παγίδες δεν αποτελούν κριτήριο για την εφαρμογή χημικής επέμβασης. Οι φερομονικές παγίδες βοηθούν στον προσδιορισμό της ακριβούς περιόδου αλλαγής των γενεών του πράσινου και του ρόδινου σκουληκιού και σε συνδυασμό με τον επιτόπιο έλεγχο συμβάλλουν στον προσδιορισμό της καταλληλότερης χρονικής στιγμής για επέμβαση. Σε καμία περίπτωση οι φερομονικές παγίδες δεν αποτελούν μέσο εκτίμησης του ύψους της προσβολής, είναι, όμως, σημαντικό εργαλείο εκτίμησης του κινδύνου. Η σοβαρότητα της προσβολής είναι συνάρτηση: 1) Του αριθμού και της ηλικίας των ζωντανών προνυμφών (σκουληκιών) που διαπιστώνονται από τις επιτόπιες επισκέψεις στους αγρούς και 2) του σταδίου ανάπτυξης της καλλιέργειας. Ουσιαστικό κριτήριο για την απόφαση λήψης ή όχι μέτρων αντιμετώπισης είναι μόνο τα αποτελέσματα των επιτόπιων δειγματοληψιών στα όργανα των φυτών (χτένια, άνθη, καρύδια). Η Υπηρεσία μας επισημαίνει ότι οι προσβολές που προκαλεί το πράσινο σκουλήκι στο παρόν στάδιο του βαμβακιού δεν είναι σημαντικές λόγω της ικανότητας του φυτού να αναπληρώνει τα κατεστραμμένα καρποφόρα όργανα. Επίσης, η δράση του πράσινου και του ρόδινου σκουληκιού στο παρόν βλαστικό στάδιο του βαμβακιού δύναται να αναχαιτιστεί από τη δραστηριότητα των ωφέλιμων εντόμων που έχουν εγκατασταθεί και που είναι χρήσιμα στις επόμενες και πιο καταστρεπτικές γενεές. Γι’ αυτό παρακαλούνται οι παραγωγοί να μην προβαίνουν σε χημική επέμβαση «προληπτικά», αφού οι αυξημένοι πληθυσμοί ωφέλιμων εντόμων που παρατηρούνται από τους επιτόπιους ελέγχους συμβάλλουν σημαντικά στην καταπολέμηση του πράσινου και ρόδινου σκουληκιού. Στο παρόν στάδιο και εφόσον απαιτηθεί χημική καταπολέμηση, τότε αυτή πρέπει να διενεργείται με εντομοκτόνα εκλεκτικής δράσης που είναι φιλικότερα προς τα ωφέλιμα έντομα.
ΠΡΑΣΙΝΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ: Η Υπηρεσία μας τονίζει ότι στο παρόν στάδιο της καλλιέργειας, το κατώτατο όριο επέμβασης για το πράσινο σκουλήκι είναι 6-8 ζωντανές νεαρές προνύμφες (σκουλήκια 1ου και 2ου σταδίου, μήκους μέχρι 1 εκατοστό) κατά μέσο όρο ανά 100 φυτά ή χρηστικά μία (1) νεαρή προνύμφη στα φυτά ενός μέτρου επί της γραμμής κατά μέσο όρο.
ΡΟΔΙΝΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ: Όσον αφορά το ρόδινο σκουλήκι, στο στάδιο της ανθοφορίας το κατώτατο όριο επέμβασης είναι 20% προσβεβλημένων λουλουδιών (ροζέτες) σε τυχαίο δείγμα 100 λουλουδιών από τουλάχιστον 5 αντιπροσωπευτικά σημεία της φυτείας. Στις περιπτώσεις που από τον επιτόπιο έλεγχο προκύπτουν προσβολές σε ποσοστό άνω του 20%, τότε και μόνο θα πρέπει οι παραγωγοί να προβούν σε χημικό ψεκασμό. Σ’ όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις συνιστάται στους παραγωγούς να μην προβαίνουν σε βιαστικούς ψεκασμούς. Η χημική καταπολέμηση του πράσινου σκουληκιού είναι πιο αποτελεσματική όταν γίνεται στο 1ο ή στο 2ο στάδιο της προνύμφης (μήκος έως 1 εκατοστό), διότι οι μεγαλύτερης ηλικίας προνύμφες δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στα εντομοκτόνα. O ψεκασμός θα πρέπει να διενεργείται κατά τις απογευματινές ώρες και μετά τη δύση του ηλίου, διότι αφενός μεν τότε αυξάνεται η δραστηριότητα των προνυμφών και κατ’ επέκταση η αποτελεσματικότητα του ψεκασμού, αφετέρου δε για την προστασία των μελισσών. Επισημαίνεται ότι εφόσον απαιτηθεί επέμβαση με φυτοπροστατευτικά μέσα και επαναληπτικοί ψεκασμοί, τότε είναι επιθυμητή η εναλλαγή σκευασμάτων διαφορετικής δράσης και διαφορετικής χημικής ομάδας κάθε φορά και να αποφεύγεται η χρήση του ίδιου εντομοκτόνου περισσότερο από δύο (2) φορές την καλλιεργητική περίοδο για τη μείωση της πιθανότητας ανάπτυξης ανθεκτικότητας του σκουληκιού σε αυτό.
ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
Για τον Νομό Καρδίτσας η αντίστοιχη ΔΑΟ σε ανακοίνωσή της αναφέρει πως «γενικά στις φυτείες παρατηρείται κανονική πυκνότητα φυτών με το μεγαλύτερο ποσοστό τους να κρίνονται όψιμες για την εποχή. Οι πιο πρώιμες φυτείες βρίσκονται στο στάδιο του σχηματισμού των χτενιών και οι πιο όψιμες βρίσκονται στο στάδιο της βλαστικής ανάπτυξης. Παρατηρήθηκαν προσβολές στα αρχικά στάδια ανάπτυξης από θρίπες και αφίδες. Σε ορισμένες βαμβακοφυτείες με έντονη προσβολή από αφίδες έγιναν ψεκασμοί με ειδικά αφιδοκτόνα. Ο αριθμός των συλλήψεων -στις μετρήσεις που έγιναν στις 4 και 6 Ιουλίου- ενήλικων (πεταλούδων) πράσινου σκουληκιού στο δίκτυο φερομονικών παγίδων που έχει εγκαταστήσει η Υπηρεσία κυμαίνονταν σε υψηλά επίπεδα στις περισσότερες περιοχές. Όσον αφορά το ρόδινο σκουλήκι, οι συλλήψεις ενήλικων (πεταλούδων) κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Κατά τους επιτόπιους ελέγχους στους αγρούς παρατήρησης δεν διαπιστώθηκε παρουσία προνυμφών (σκουλήκια) πράσινου σκουληκιού σε επίπεδα που να προκαλούν ανησυχία. Συνιστάται στους βαμβακοπαραγωγούς να εφαρμόζουν ορθολογική αζωτούχο λίπανση και άρδευση και να εφαρμόζουν καλλιεργητικές πρακτικές που αποσκοπούν στην πρωΐμιση των φυτειών τους. Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι υπερβολικές αζωτούχες λιπάνσεις και αρδεύσεις οδηγούν στην ανάπτυξη φυτών με υπερβολική βλάστηση, οψίμιση των φυτικών οργάνων και κυρίως τη δημιουργία ανώριμων και υδαρών φυτικών ιστών, οι οποίοι προσελκύουν τους επιβλαβείς οργανισμούς. Σε φυτείες με υπερβολική βλάστηση συνιστάται η εφαρμογή ρυθμιστών ανάπτυξης. Τα βαμβακόφυτα στο στάδιο αυτό συνήθως ξεπερνούν το πρόβλημα με τους θρίπες κυρίως, αλλά και τις αφίδες και επεμβάσεις με φυτοφάρμακα πρέπει να αποφεύγονται για την προστασία των ωφελίμων εντόμων, που αυτήν την εποχή ακόμη εγκαθίστανται και πολλαπλασιάζονται στις καλλιέργειες. Τα ωφέλιμα ελέγχουν τους πληθυσμούς των βλαβερών εντόμων και τους κρατούν κάτω από το επίπεδο οικονομικής ζημιάς».