καλλιεργειών. Ιδιαίτερα για τις περιοχές που ποτίζουν με νερό από υπόγειους υδροφορείς (π.χ. Ανατολική Θεσσαλία) το κόστος φτάνει με κανονικές τιμές ενέργειας ακόμη και τα 100 ευρώ/στρ. Αλλά και σε περιοχές που αρδεύονται με επιφανειακά νερά το κόστος άντλησης και διανομής του νερού φτάνει τα 30-40 ευρώ /στρ. Υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα διαχείρισης του νερού της Θεσσαλίας, για το οποίο έχω γράψει πολλές φορές τόσο στη στήλη όσο και σε δημοσιεύματα με την Ε.Δ.Υ.ΘΕ. (Επιτροπή Διεκδίκησης επίλυσης του Υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας). Ένα τμήμα της σωστής διαχείρισης είναι η εφαρμογή του νερού στο χωράφι. Αυτή είναι δουλειά των αγροτών και η σωστή άρδευση επηρεάζει τόσο τις αποδόσεις των καλλιεργειών όσο και το κόστος παραγωγής. Ποτίζουμε σήμερα σωστά τις καλλιέργειές μας; Φοβάμαι πως η απάντηση είναι αρνητική. Η εφαρμογή του αρδευτικού νερού είναι εμπειρική. Ο κάθε αγρότης γνωρίζοντας το χωράφι του και την καλλιέργεια εφαρμόζει τη δόση και τον χρόνο με κριτήρια που έχει διαμορφώσει με την εμπειρία του. Κάθε καλλιέργεια έχει τις δικές της απαιτήσεις. Άλλες καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι, θέλουν να έχουν συνεχώς επάρκεια νερού, ενώ άλλες, όπως το βαμβάκι, θέλουν σε κάποια στάδια να έχουν περιορισμένη επάρκεια νερού για να αναγκαστεί το φυτό να μπει σε στάδιο αναπαραγωγής και να μην παρατείνει το βλαστικό στάδιο που δημιουργεί μεγάλα φυτά με μικρή παραγωγή. Με την ανάπτυξη αισθητήρων τα τελευταία χρόνια έχουμε δυνατότητα να μετρούμε χαρακτηριστικά που μπορούν να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε τον χρόνο που πρέπει να ποτίσουμε και την ποσότητα που θα εφαρμόσουμε. Το έδαφος έχει δύο χαρακτηριστικές υγρασίες: Την υδατοϊκανότητα, δηλαδή την ποσότητα του νερού που μπορεί να συγκρατήσει το έδαφος μετά την απομάκρυνση του νερού με τη βαρύτητα (στράγγιση), οπότε μένουν και πόροι για κυκλοφορία του αέρα, και το σημείο μόνιμης μάρανσης, δηλαδή την περιεκτικότητα σε νερό που το φυτό δεν μπορεί πλέον να απορροφήσει και μαραίνεται μόνιμα. Θεωρητικά θα πρέπει να διατηρούμε το νερό στο έδαφος ανάμεσα στα δύο σημεία για να έχουμε συνεχή τροφοδοσία του φυτού και κανονική λειτουργία της ρίζας. Όταν εφαρμόζουμε νερό πάνω από την υδατοϊκανότητα, τότε το νερό με τη βαρύτητα στραγγίζει, μεταφέρεται στα βαθύτερα στρώματα του εδάφους και χάνεται για τα φυτά. Το κακό είναι ότι μαζί του μεταφέρει και τα υδατοδιαλυτά στοιχεία του εδάφους, όπως το άζωτο, που με τον τρόπο αυτόν χάνεται (για τα φυτά και την τσέπη μας) και οδηγείται τελικά στα υπόγεια νερά που ρυπαίνει (νιτρορρύπανση). Επομένως, ο στόχος μας πρέπει να είναι να εφαρμόζουμε νερό μέχρι την υδατοϊκανότητα και να διατηρούμε την υγρασία πάνω από το σημείο μόνιμης μάρανσης. Σήμερα έχουμε εργαλεία για να βοηθήσουμε τους αγρότες να εφαρμόσουν την άρδευση στον σωστό χρόνο με τη σωστή ποσότητα. Υπάρχουν αισθητήρες που μπορούν να μετρούν την υγρασία του εδάφους σε διάφορα βάθη και σε διάφορα σημεία του χωραφιού. Μπορούμε, επομένως, να εκτιμήσουμε ένα βάθος ριζοστρώματος (εκεί που βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της ρίζας των φυτών) και να μετρούμε την περιεκτικότητά του σε νερό. Αν μετρήσουμε την υδατοϊκανότητα, τότε γνωρίζουμε πόσο νερό πρέπει να εφαρμόσουμε για να τη φτάσουμε. Αν γνωρίζουμε το σημείο μόνιμης μάρανσης, τότε γνωρίζουμε πού δεν πρέπει να αφήσουμε να φτάσει η υγρασία του εδάφους, οπότε θα έχουμε ζημιά στα φυτά μας. Επομένως, ορίζουμε ένα εύρος υγρασίας του εδάφους από την υδατοϊκανότητα μέχρι π.χ. 30% πάνω από το σημείο μόνιμης μάρανσης και μπορούμε να τη διατηρούμε, ώστε τα φυτά να έχουν συνεχώς επάρκεια νερού για τη μέγιστη δυνατή απόδοση. Αυτό ισχύει για καλλιέργειες που θέλουν πάντα επάρκεια νερού. Σε καλλιέργειες που θέλουμε να δημιουργήσουμε μικρές καταπονήσεις, όπως π.χ. στο βαμβάκια ή στα σταφύλια για οινοποίηση, θα εφαρμόζουμε μικρότερες ποσότητες νερού για ορισμένα διαστήματα.
Οι αισθητήρες μέτρησης της υγρασίας του εδάφους μπορούν να στέλνουν τις μετρήσεις ασύρματα και να λαμβάνονται και καταγράφονται από συσκευές στο όρια του χωραφιού και από εκεί όπου θέλουμε π.χ. στο κινητό μας.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα αυτόματο σύστημα ποτίσματος των καλλιεργειών μας. Η λειτουργία του συστήματος φαίνεται στην εικόνα με τη γραμμή με μπλε χρώμα (πάνω γραμμή) να είναι η υγρασία του εδάφους και με πορτοκαλί (κάτω γραμμή) να δείχνει την άρδευση. Όταν η πορτοκαλί γραμμή (κάτω γραμμή) είναι στο 1 έχουμε άρδευση και στο 0 όχι. Η συχνότητα της άρδευσης μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Βλέπουμε την υγρασία του εδάφους να κυμαίνεται από 30 έως 40%, εξασφαλίζοντας συνεχώς επαρκή υγρασία για την ανάπτυξη των φυτών σε ένα θερμοκήπιο απ’ όπου έχουν ληφθεί τα στοιχεία για το διάγραμμα.
Είναι προφανές ότι με ένα τέτοιο σύστημα εξασφαλίζουμε τη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους σε επίπεδα επάρκειας και επομένως, τη συνεχή λειτουργία των φυτών μας που θα μας δώσει τη μέγιστη παραγωγή. Επιπλέον, εξασφαλίζουμε να μην έχουμε βαθιά διήθηση του νερού πέρα από το βάθος ριζοστρώμματος που μας μειώνει τις απώλειες, τόσο του νερού όσο και των ευδιάλυτων θρεπτικών στοιχείων, όπως το άζωτο.
Ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι πόσο κοστίζει ένα τέτοιο σύστημα και ποιο είναι το όφελος. Θα αναφερθώ σε ένα σύστημα που παράγει μια ελληνική νεοφυής επιχείρηση, η AGENSO. Ένα σύστημα με αισθητήρες που μπορούν να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία του χωραφιού κοστίζει περίπου 1.000 ευρώ. Ας υποθέσουμε ότι με το σύστημα ποτίζουμε ένα χωράφι 50 στρεμμάτων. Τότε το κόστος του συστήματος είναι 20 ευρώ/στρ. Η εταιρεία που κατασκευάζει το σύστημα υποστηρίζει ότι επιτυγχάνει μείωση της κατανάλωσης νερού κατά 30%, που αντιστοιχεί σε 9-12 ευρώ/στρ. για περιοχές με χαμηλό κόστος άρδευσης και 24-30 ευρώ/στρ. για τις περιοχές με υψηλό. Ακόμη και η μισή εξοικονόμηση αν επιτευχθεί στις υψηλού κόστους περιοχές, η απόσβεση γίνεται σε 1-2 χρόνια, ενώ στις χαμηλού κόστους θα γίνει σε διπλάσιο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος απόσβεσης είναι μικρός και η ωφέλεια σημαντική. Θα πρέπει να προσθέσουμε, επιπλέον, την ωφέλεια στην καλλιέργεια και την επιδότηση 5 ευρώ/στρ. της νέας ΚΑΠ από τη χρήση εξοπλισμού ψηφιακής γεωργίας. Να προσθέσουμε και τη σημαντική εξοικονόμηση του φυσικού πόρου νερό και την ωφέλεια στο περιβάλλον. Έχουμε, επομένως, ένα σύστημα με σημαντικές δυνατότητες.