Σαββατοκύριακο στη Θράκη, ώστε να πείσει τους αγρότες να σπείρουν ηλίανθο και καλαμπόκι. Ο ηλίανθος (Helianthus annuus) αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο ελαιοδοτικό φυτό. Καλλιεργείται για το λάδι του σε μεγάλη κλίμακα σε πολλές χώρες, ενώ τα τελευταία έτη η βελτίωση ποικιλιών έχει αυξήσει την απόδοσή του σε έλαιο. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του FAO, η έκταση και η παραγωγή ηλιόσπορου στην Ελλάδα το 2014 ανερχόταν στα 763.810 στρέμματα, με μέση απόδοση περί τα 250 κιλά το στρέμμα, ενώ το 2020 τα στρέμματα αυξήθηκαν στα 977.100, με απόδοση και πάλι περί τα 250 κιλά ανά στρέμμα.
Σύμφωνα με την Ομάδα του Εργαστηρίου Γεωργίας και Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας Φυτών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, «η σπορά πρέπει να πραγματοποιείται νωρίς την άνοιξη, όταν η θερμοκρασία εδάφους σταθεροποιηθεί στους 8 βαθμούς Κελσίου με τη χρήση πνευματικών μηχανών γραμμικών καλλιεργειών σε αποστάσεις μεταξύ των γραμμών 75 εκ. και 20-25 εκ. επί της γραμμής, αναλόγως της γονιμότητας των αγρών. Η τεράστια οικονομική του σημασία οφείλεται στο λάδι του, ενώ κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί πως οι σπόροι του έχουν περιεκτικότητα σε λάδι από 25% έως 32%. Επιπλέον, σήμερα γίνεται αναφορά για ποικιλίες, οι οποίες παράγουν σπόρους με ποσοστό σε λάδι μέχρι και 50%. Οι τιμές των λιπασμάτων έχουν αυξηθεί και συνεχίζουν να αυξάνονται σημαντικά. Παραδείγματος χάριν, μέχρι και το προηγούμενο έτος το κιλό ουροθειικής αμμωνίας (40-0-0) κυμαινόταν στα 0,4 ευρώ το κιλό, ενώ φέτος ανέρχεται πλέον στα 0,875 ευρώ. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι μόνο η αύξηση του κόστους λίπανσης υπερβαίνει το 100% έναντι των προηγούμενων ετών. Με έναν γρήγορο υπολογισμό, το κόστος της αζωτούχου λίπανσης (10 μονάδες αζώτου/στρ.) της καλλιέργειας του ηλίανθου ανέρχεται περί τα 30 ευρώ το στρέμμα. Για να γίνει πιο κατανοητό, το φυτό για να μπορέσει να πάρει τις 10 μονάδες αζώτου, ο παραγωγός θα πρέπει να χρησιμοποιήσει 35 κιλά από το προαναφερθέν λίπασμα και αυτό διότι η ικανότητα πρόσληψης από το φυτό ανέρχεται το πολύ στο 70% (κλασματική λίπανση, λιπάσματα νέας τεχνολογίας με παρεμποδιστές νιτροποίησης κ.λπ.) από τη χορηγηθείσα ποσότητα στον αγρό. Εάν, λοιπόν, αθροίσει κάποιος τα έξοδα της καλλιέργειας, μη συμπεριλαμβανομένης της δαπάνης άρδευσης, επειδή αυτή διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και επειδή οι προαναφερθείσες αποδόσεις από τον FAO αφορούν κυρίως ξηρικές καλλιέργειες, θα καταλήξει ότι χρειάζεται τουλάχιστον 80 ευρώ το στρέμμα. Στα παραπάνω έξοδα δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος συγκομιδής και φυσικά το ενοίκιο του αγρού. Είναι, επομένως, εμφανές πως η συγκεκριμένη καλλιέργεια με τιμή αγοράς τα 0,35 ευρώ το κιλό μάλλον δεν είναι και τόσο συμφέρουσα για τον παραγωγό. Αρκεί ένας απλός πολλαπλασιασμός των 250 κιλών το στρέμμα με την τιμή αγοράς για να φανεί ότι ο τζίρος με τις παραπάνω τιμές και αποδόσεις ανέρχεται στα 87,5 ευρώ το στρέμμα».