“Αυτή τη στιγμή η γεωργία ακριβείας στην Ελλάδα εφαρμόζεται σε πολύ πιλοτικό επίπεδο. Σε επίπεδο έρευνας. Δεν έχει πάει σε επίπεδο πραγματικών συνθηκών”, υπογράμμισε ο ίδιος λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “εάν γίνεται, εφαρμόζεται ούτε στο 1% και αυτό από ελάχιστους παραγωγούς που διαθέτουν τα κατάλληλα γεωργικά μηχανήματα και εξαρτήματα και έχουν χρήματα να πληρώσουν τους παρόχους δορυφορικών δεδομένων και υπηρεσιών”.
Το κυριότερο από όλα, αυτό που πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο σε όλους, είναι ότι “η γεωργία ακριβείας δεν γίνεται απλά με τη χρήση ενός δορυφόρου. Πρέπει να εμπλακούν και άλλοι μέσα, όπως για παράδειγμα τα εδαφολογικά εργαστήρια. Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε προετοιμασμένοι σαν χώρα να εφαρμόσουμε γεωργία ακριβείας”, ξεκαθάρισε.
Ενδεικτικά ο ίδιος ανέφερε ότι “εάν όλη η Ελλάδα πάει να κάνει γεωργίας ακριβείας αύριο, θα χρειαστεί να γίνουν αναλύσεις σε 30 εκατ. δείγματα. Αυτό είναι ένα αδιανόητο νούμερο, αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι δεν υπάρχουν καθόλου υποδομές”.
Συμπλήρωσε ότι «το κράτος είχε ρίξει λεφτά για τη δημιουργία των Περιφερειακών Εργαστηρίων γεωργικών εφαρμογών και αναλύσεων λιπασμάτων (ΠΕΓΕΑΛ)», αλλά “δυστυχώς σήμερα αυτά είναι εντελώς άχρηστα και εάν κάποιος αποφασίσει να επισκεφτεί μερικά από τα δέκα που υποτίθεται ότι λειτουργούν, ίσως και να μην βρει κανέναν μέσα. Η αλήθεια είναι ότι φυτοζωούν”.
Ερωτηθείς για το εάν η νέα υπό διαμόρφωση ΚΑΠ (2021-2027), συνιστά σε ευκαιρία για τον πρωτογενή τομέα στη χώρα μας, ο ίδιος απάντησε: “Για την Ελλάδα συνολικά δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Αλλά η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας σίγουρα έχει ένα προβάδισμα λόγω του asset (περιουσιακό στοιχείο) που έχει στην κατοχή της, και δεν έχει άλλος κανείς, και αυτό είναι οι ορυζώνες”. Όπως εξήγησε, οι ορυζώνες είναι σημαντική καλλιέργεια όχι μόνο για το άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα που δίνουν λόγω της μεγάλης παραγωγής, “αλλά γιατί συνδυάζουν και το υγροτοπικό στοιχείο. Οι ορυζώνες της Θεσσαλονίκης είναι ένας τεράστιος τεχνητός υγρότοπος, καθαρίζει τον Αξιό ποταμό, συλλέγει ιζήματα και φιλοξενεί τεράστια βιοποικιλότητα”, είπε μεταξύ άλλων ο κ. Ασχονίτης.
Όλα τα προαναφερόμενα, όπως δήλωσε λειτουργούν επιπρόσθετα θετικά στην απορρόφηση πόρων από κοινοτικά κονδύλια και ως αποτέλεσμα “η ΠΚΜ έχει πλεονέκτημα και προβάδισμα προκειμένου να εφαρμόσει πλήρως τη γεωργία ακριβείας”.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση της “Οικοανάπτυξη” που έγινε στο πλαίσιο της 28ης Agrotica, το έδαφος των ορυζώνων στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης (οικοσύστημα 200.000 στρεμμάτων) είναι εξουθενωμένο καθώς υπάρχουν ελλείψεις σε ιχνοστοιχεία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας -που ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας εφαρμογή γεωργίας ακριβείας στην περιοχή- το 63% των ορυζώνων στην πεδιάδα του νομού είναι ελλειμματικό σε τρία βασικά ιχνοστοιχεία: ψευδάργυρο, του μαγγάνιο και βόριο.
Οι ειδικοί της εταιρείας μελέτησαν 500 αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 12.000 στρεμμάτων. Μάλιστα, σύμφωνα τον κ. Ασχονίτη, οι επιμέρους ελλείψεις αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 80% των ορυζώνων, ενώ το 25% αυτών των αγροτεμαχίων εμφανίζει τιμές οργανικής ουσίας εδάφους κάτω από το οριακό ποσοστό του 2%.
Τα προαναφερόμενα, όπως επισήμανε ο ίδιος, αποτελούν σαφή ένδειξη εξάντλησης του εδάφους της πεδιάδας, που εάν δεν αντιμετωπιστεί όπως πρέπει, αναγκάζει τους ορυζοπαραγωγούς να αυξήσουν τα αζωτοφωσφορικά λιπάσματα, ώστε να κρατηθούν υψηλά οι αποδόσεις των καλλιεργειών. Ωστόσο, αυτή η πρακτική έχε ως επακόλουθο τη σταδιακή μείωση των αποδόσεων, με ταυτόχρονη αύξηση των απωλειών αζώτου προς τα επιφανειακά και υπόγεια νερά. Ως αποτέλεσμα, προκαλούνται φαινόμενα ευτροφισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, δόθηκαν εξατομικευμένες συμβουλές λίπανσης στους παραγωγούς και ορθές λιπαντικές πρακτικές, με όρους γεωργίας ακριβείας. Οι συμβουλές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση της χρήσης λιπασμάτων και, κατ' επέκταση, την αύξηση της απόδοσης και του εισοδήματος των ρυζοπαραγωγών.
Η μεγάλης κλίμακας μελέτη εδαφικών δειγμάτων στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των υπηρεσιών Γεωργίας Ακριβείας που παρέχει η εταιρεία σε παραγωγούς του κάμπου, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εδαφοϋδατικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα.