Αυτό αναφέρει σε δήλωσή του, ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, με αφορμή τις αντιδράσεις για την ερώτηση που κατέθεσε αναφορικά με τη διάρκεια ζωής του φρέσκου γάλακτος.
Αναλυτικότερα, η σχετική δήλωση έχει ως εξής:
«Έξι χρόνια μετά την επιβολή της αύξησης στη διάρκεια του φρέσκου γάλακτος από την “εργαλειοθήκη” του ΟΟΣΑ θα ανέμενε κανείς να δούμε νηφάλια αν το μέτρο αυτό πέτυχε τον στόχο του, που ήταν η μείωση της τιμής του γάλακτος στο ράφι. Στο όνομα αυτού του σκοπού είχαμε αλλεπάλληλα πρωτοσέλιδα και “πολεμικά” ρεπορτάζ όσο αντιδρούσα να συναινέσω ως αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης στις αθρόες εισαγωγές “φρέσκου γάλακτος”, που θα επέφερε η απελευθέρωση στη διάρκεια ζωής του.
Δεν απαντώ σε όσους έχουν άμεσα ή έμμεσα υποχρέωση να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εταιρειών -άλλωστε όπως μου έλεγε κτηνοτρόφος ”οι γαλατάδες πληρώνουν ολοσέλιδες ρεκλάμες, όχι εμείς...”. Απαντώ σε όσους καλοπροαίρετα τότε υποστήριζαν την απελευθέρωση στην αγορά γάλακτος, εντάσσοντάς την στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη χώρα. Ο χρόνος δείχνει τι είναι αληθές και τι όχι.
Ό,τι δεν αντέχει στο καμίνι του χρόνου πρέπει να διορθώνεται. Από τον Φεβρουάριο του 2019 επισήμως το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ομολογεί ότι η επιμήκυνση της διάρκειας του φρέσκου γάλακτος όχι μόνο δεν επέφερε μείωση στην τιμή καταναλωτή, αλλά δημιούργησε προβλήματα στους Έλληνες παραγωγούς. Τα είχαμε επισημάνει όλα αυτά όχι γιατί έχουμε... προφητικό χάρισμα, αλλά διότι, πολύ απλά, η τιμή του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, του γάλακτος μακράς διαρκείας, που αντέχει 20 μέρες, άρα μπορούσε να έρθει από την Ευρώπη, ήταν ακριβότερο από το φρέσκο!
Αλλού, λοιπόν, ας αναζητηθούν τα αίτια της ακριβής τιμής στο γάλα.
Πρωτίστως στην αθέμιτη κερδοσκοπία των εμπλεκομένων, αλλά και στον ΦΠΑ που εδώ είναι στο 13%, όταν σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι στο 4% ή 6%, στο υψηλό κόστος δανεισμού, το ενεργειακό κόστος κ.ά. Βεβαίως, υπάρχουν και ιδιαιτερότητες στον ευρωπαϊκό Νότο που επηρεάζουν το κόστος παραγωγής, και αυτό ισχύει και σε Κύπρο, Ιταλία, Μάλτα κ.α.
Το ερώτημα τότε ήταν αν θέλουμε να υπάρχει εγχώρια παραγωγή γάλακτος ή απλά να βρουν διέξοδο και στην ελληνική αγορά οι “λίμνες γάλακτος” της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Αλλά κι όσοι δεν ενστερνίζονται την άποψη αυτή, ότι, δηλαδή, πρέπει να υπάρξει πρωτογενής τομέας στη χώρα, οφείλουν να δουν κατάματα την αλήθεια: η αγορά δεν εναρμονίστηκε στις προσδοκίες τους και δεν υπήρξε μείωση της τιμής στο ράφι.
Όταν υπέβαλα την παραίτησή μου από τη θέση του υπουργού είχα σημειώσει ότι επέλεξα στην πολιτική την “οδόν τη στενή” χωρίς εξαρτήσεις και δουλείες σε σπόνσορες. Δυστυχώς, δεν ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο...».