Αυτό επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του Συνδέσμου Εξαγωγέων Ελλάδος (ΣΕΒΕ), κατόπιν ανάλυσης που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) για το εξωτερικό εμπόριο της χώρας.
Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων και ποτών παρουσίασαν αύξηση κατά 347 εκατ. ευρώ στο διάστημα 2017-2018, ανερχόμενες στο ποσό των 5,430 δισ. το 2018 έναντι 5,082 δισ. το 2017, αποτελώντας το 16,2% των ελληνικών εξαγωγών.
Η σημαντική βελτίωση στις εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών πολλών προϊόντων με σημαντικότερο εξ αυτών το παρθένο ελαιόλαδο. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΕΕΣ, οι εξαγωγές του παρθένου ελαιόλαδου το 2018 ανήλθαν σε 530 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 117 εκατ. ευρώ, με τη μεταβολή αυτή να οφείλεται κυρίως στην ενίσχυση των εξαγωγών προς την Ιταλία (κατά 82 εκατ).
Παράλληλα, τα τυροκομικά προϊόντα συνεισέφεραν αισθητά στη θετική μεταβολή των εξαγωγών του κλάδου (αύξηση κατά 20 εκατ.), ενώ τρίτο σημαντικότερο προϊόν αποτέλεσαν οι ελιές.
Την πρώτη δεκάδα προϊόντων συμπληρώνουν οι τσιπούρες (4,6% μερίδιο εξαγωγών κλάδου), τα ροδάκινα (4,1%), τα λαβράκια (3,7%), διάφορα παρασκευάσματα διατροφής (3,6%), το γιαούρτι (2,6%), τα πορτοκάλια (2,5%) και τα ακτινίδια (2,3%).
Αναφορικά με τις χώρες όπου αποστέλλονται τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά, η Ιταλία κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο με ποσοστό 18,2%, με τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο να ακολουθούν με 14,4% και 6,9% αντίστοιχα. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον τέταρτο σημαντικότερο προορισμό για τις ελληνικές εξαγωγές του κλάδου, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 6% στο διάστημα 2017-2018, ενώ η Κύπρος και η Βουλγαρία κατέχουν σημαντικά μερίδια (5,2% και 4,8% αντίστοιχα). Η Ισπανία κατέχει την 7η θέση με εξαγωγές €218 εκατ., αυξημένες κατά €27 εκατ. συγκριτικά με το 2017, ενώ ακολουθούν η Ρουμανία (4,0% μερίδιο εξαγωγών κλάδου), η Γαλλία (3,9%) και η Ολλανδία (3,9%).
Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Δρ. Γιώργος Κωνσταντόπουλος, «η απαράμιλλη ποιότητα, η υπέροχη γεύση και η διατροφική αξία των ελληνικών τροφίμων αποτελούν το διαβατήριο εισόδου για τις διεθνείς αγορές, καθώς τα προϊόντα μας είναι η βάση της μεσογειακής διατροφής την οποία ακολουθούν εκατομμύρια καταναλωτές ανά τον κόσμο. Επομένως, η ελληνική κουζίνα γνωρίζει συνεχώς αυξημένη διεθνή ζήτηση είτε είναι μακεδονική, κρητική, ρουμελιώτικη, ηπειρωτική ή νησιωτική, στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε παράγοντας διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας».
Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτέλεσε και η μείωση των εισαγωγών κατά 21 εκατ. ευρώ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση, αντίστοιχα, του εμπορικού ελλείμματος του κλάδου κατά 368 εκατ. ευρώ, δηλαδή 48,1%._