Στις θαυματουργές σκελίδες του κρύβει τα οφέλη του για την υγεία, ενώ γευστικά βρίσκεται στην κορυφή των βασικών υλικών που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά αλλά και τα εστιατόρια. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι το σκόρδο είναι λευκό και η μυρωδιά του είναι έντονη. Πλέον στην αγορά κυκλοφορεί και μαύρο σκόρδο και μάλιστα μπορεί να καταναλωθεί άφοβα αφού δεν μυρίζει! Το μαύρο σκόρδο είναι υπερτροφή -superfood- και παρασκευάζεται λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λάρισα, στον Πλατύκαμπο. Δημιουργός του ο κ. Βασίλης Μακατός πρόεδρος της εταιρείας Campus, που μιλά στην «ΕτΔ» για το νέο προϊόν που λανσάρει η μονάδα του και μάλιστα ήδη από την περασμένη Παρασκευή συστήνεται στους Γάλλους στην έκθεση τροφίμων SIAL στο Παρίσι.
Η ιδέα, όπως εξηγεί, ήρθε πριν 6 μήνες σε μια συζήτηση με τον γιο του που ζει και εργάζεται στο εξωτερικό. Χωρίς πολλά πολλά αποφάσισε να το τολμήσει. Εξάλλου κάνοντας την έρευνά του, διαπίστωσε ότι το μαύρο σκόρδο αρχικά εμφανίστηκε στην Ιαπωνία, την Κορέα και την Ταϊλάνδη, κατέκτησε την Αμερική, και τα τελευταία χρόνια δειλά δειλά κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα.
«Το μαύρο σκόρδο είναι προϊόν μεταποίησης, το οποίο δημιουργείται μέσα από μια φυσική επεξεργασία και όχι μια ποικιλία σκόρδου. Όλα ξεκινούν από τις συνθήκες στις οποίες εκτίθεται το λευκό σκόρδο κατά την επεξεργασία του. Αρχικά τοποθετείται μέσα σε έναν ειδικό θάλαμο όπου και παραμένει για διάστημα 30-40 ημερών. Μέσα σε αυτό το ελεγχόμενο, τόσο από υγρασία όσο και από θερμοκρασία, περιβάλλον αλλά και από τη διαδικασία αργής ωρίμανσης και ζύμωσης, αφυδατώνεται, χωρίς όμως να ξεραίνεται, γίνεται πιο μαλακό και παίρνει το χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα.
Παρόλα αυτά διατηρούνται όλα τα χαρακτηριστικά του λευκού σκόρδου, ενώ η γεύση του γίνεται γλυκόξινη. Σημαντικό επίσης είναι πως δεν έχει μυρωδιά και μπορεί κάποιος να το καταναλώσει άφοβα και σε ποσότητα δίχως να ανησυχεί για την αναπνοή του» λέει ο κ. Μακατός. Όσον αφορά στα θρεπτικά του συστατικά, υπογραμμίζει ότι περιέχει διπλάσια ποσότητα αντιοξειδωτικών συστατικών. Φυσικά η κατανάλωσή του προτείνεται κυρίως με τη μορφή πάστας καθώς είναι πιο εύκολη συγκριτικά με τη μαύρη σκελίδα.
«Το πολτοποιούμε με έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και παράγουμε και βιολογικό μαύρο σκόρδο. Είναι ιδανικό συνοδευτικό στους ουζομεζέδες και τα κρεατικά και από την αρχή αντιλήφθηκα ότι πρόκειται για ένα προϊόν με προοπτική. Εξάλλου, παντού στον κόσμο διαπιστώνεται στροφή όχι προς τη μεσογειακή αλλά προς την ελληνική κουζίνα. Για μένα είναι μια προσπάθεια να στηρίξουμε τον τόπο μας αλλά και να αναδείξουμε τις δυνατότητες του αγροδιατροφικού τομέα της χώρας μας και στο εξωτερικό» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Το μαύρο σκόρδο έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του στη λαρισινή αγορά και πωλείται σε επιλεγμένα καταστήματα, σε γυάλινα βαζάκια των 100 γραμμαρίων. «Έχουμε τη δυνατότητα και για μεγαλύτερες συσκευασίες όταν προορίζεται για επαγγελματική χρήση αλλά μένουμε στις μικρές ποσότητες καθώς λόγω του χρόνου που απαιτείται για την ωρίμανσή του δεν έχουμε αποθέματα. Υπάρχει μια διαφορά στην τιμή πώλησης συγκριτικά με το λευκό σκόρδο, παραμένει όμως σε προσιτή τιμή» αναφέρει ο κ. Μακατός.
Ήδη, η εταιρεία πραγματοποιεί εξαγωγές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προωθεί τα προϊόντα της στις ξένες αγορές μέσω των εκθέσεων.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ... ΛΙΑΣΤΟ ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΟ ΣΚΟΡΔΟ!
Ο κ. Μακατός στη διάρκεια της κουβέντας αποκάλυψε και το επόμενο βήμα που θα γίνει σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο του Βόλου για τη δημιουργία ενός ηλιακού θερμοκηπίου, μέσα στο οποίο θα παράγεται αποξηραμένο σκόρδο, προϊόν που δεν παράγει η Ελλάδα. «Περιμένουμε τη προκήρυξη για να προχωρήσουμε. Είναι κρίμα στην Ελλάδα να έχουμε τόσο πλούτο, η γη να μας προσφέρει απλόχερα και τους καρπούς της και εμείς να μην μπορούμε να επενδύσουμε όπως θα έπρεπε σε αυτό. Στο εξωτερικό συμβαίνει οργανωμένα και χωρίς να έχουν τα δικά μας πλεονεκτήματα μέσω οργανωμένων εκθέσεων που γίνονται μια φορά τον χρόνο και προσελκύουν εκατομμύρια επισκέπτες. Εμείς έχουμε πολλές εκθέσεις σκορπισμένες σε όλη την Ελλάδα. Θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη διοργάνωση μιας έκθεσης, στα πρότυπα των διεθνών, που μέσα από αυτή να αναδείξουμε τη διαφορετική μας κουλτούρα, την παραγωγή μας και να συνδυάσουμε την τοπική γαστρονομία με τα τοπικά εδέσματα, με τον τουρισμό».
Της Νατάσας Πολυγένη
Φωτ: Βασίλης Ντάμπλης