Τα μηρυκαστικά, έχουν διαμορφωμένο το πεπτικό τους σύστημα με τέσσερα στομάχια και έχουν τη δυνατότητα να αφομοιώνουν χονδροειδείς τροφές (π.χ. χόρτα κλπ) που άλλα πεπτικά συστήματα όπως του ανθρώπου ή άλλων ζώων δεν μπορούν να αφομοιώσουν. Αυτές τις χονδροειδείς τροφές μπορούν να τις πάρουν άμεσα από το χωράφι με βόσκηση διαφόρων φυτών είτε να μεταφερθούν στο στάβλο ως χλωρή τροφή ή ξηρό χόρτο. Τα χορτοδοτικά φυτά ανήκουν κυρίως σε δύο κατηγορίες φυτών. Τα αγροστώδη και τα ψυχανθή. Είναι ετήσια ή πολυετή φυτά που συνήθως έχουν την ικανότητα να αναβλαστάνουν μετά την κοπή τους δίνοντας συνεχή παραγωγή κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου δηλαδή της περιόδου που αναπτύσσονται και δίνουν ποσότητα χόρτου για τα ζώα. Η βλαστική περίοδος κυμαίνεται για διάφορα είδη φυτών. Γενικά είναι περίπου 8 μήνες για αρδευόμενες ανοιξιάτικές καλλλιέρειες (από Απρίλιο μέχρι Νοέμβριο για τις πεδινές περιοχές της χώρας) και από το το φθινόπωρο ως την αρχή του καλοκαιριού για τις χειμερινές. Σε αυτό το διάστημα, βόσκηση ή κοπή και μεταφορά του χλωρού (με υψηλή υγρασία) χόρτου στον στάβλο, είναι δυνατόν να καλύψουν τις ανάγκες των ζώων. Για το υπόλοιπο διάστημα του χειμώνα, η βλάστηση των φυτών είναι πολύ βραδεία ή διακόπτεται από λήθαργο των φυτών (π.χ. μηδική). Για να συντηρήσουμε τα ζώα και να διατηρήσουμε την παραγωγή τους μια και οι ανάγκες των ζώων είναι συνεχείς, πρέπει ένα μέρος του παραγόμενου χόρτου το θέρος, να το συντηρήσουμε για τις ανάγκες του χειμώνα. Η συντήρηση γίνεται με δύο τρόπους: με ξήρανση οπότε οι μικροοργανισμοί δεν μπορούν να δράσουν (γιατί χρειάζονται υγρασία) και να καταστρέψουν το χόρτο(παραγωγή ξηρού χόρτου) είτε με υψηλή υγρασία αλλά με τη δημιουργία χημικών ουσιών που καταστρέφουν τους μικροοργανισμούς και έτσι συντηρείται το χόρτο (ενσίρωση).
Τα χορτοδοτικά φυτά έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την ποιότητα της ζωοτροφής που προσφέρουν.
Ένας από τους παράγοντες αυτούς είναι η ευκολία με την οποία πέπτεται(χωνεύεται, δηλαδή αφομοιώνεται) από τα ζώα. Ονομάζουμε πεπτικότητα % το πηλίκων της τροφής που πέπτεται προς την εισερχόμενη στο ζώο τροφή %. Ή το πηλίκον της διαφοράς της εισερχόμενης τροφής του ζώου μείον την εξερχόμενη από τα περιττώματα (που είναι αυτή που αφομοιώνεται) προς την εισερχόμενη τροφή επί εκατό. Δηλαδή:
Πεπτικότητα%= τροφή που αφομοιώθηκε/τροφή που εισήχθη στο ζώο = [τροφή που εισήχθη στο ζώο-περιττώματα ζώου] * 100/τροφή που εισήχθη στο ζώο .
Ουσιαστικά η πεπτικότητα αποτελεί μια μέτρηση της ενεργειακής αξίας της τροφής για το ζώο δηλαδή της αφομοιουμένης ποσότητας οργανικής ουσίας της τροφής που δίνει τηνενέργεια στο ζώο. Γενικά, η πεπτικότητα της τροφής είναι συνάρτηση της καταστάσεως των φυτών (κυτταρικά τοιχώματα με κυτταρίνη και όχι ξυλοποίηση που είναι αποθέσεις λιγνίνης που δεν αφομοιώνεται από τα ζώα) και είναι αυξημένη στα αρχικά στάδια του βλαστικού κύκλου και μειώνεται καθώς προχωρούμε προς την ωρίμανση. Η μεγάλη μείωση γίνεται όταν ο βλαστός ξυλοποιείται συνήθως μετά την ανθοφορία και κατά την ωρίμανση.
Ένας δεύτερος παράγων είναι η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες δηλαδή η ποσότητα ουσιαστικά ουσιών που περιέχουν άζωτο ως ποσοστό της ξηράς ουσίας του φυτού. ΟΙ πρωτεΐνες είναι απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη και παραγωγή των ζώων και η περιεκτικότητα των ζωοτροφών σε αζωτούχες ουσίες είναι κύριο στοιχείο της ποιότητας. Η περιεκτικότητα των φυτών σε πρωτεΐνες όπως και η πεπτικότητα είναι μεγαλύτερη στα νεαρά φυτά και μειώνεται καθώς τα φυτά μεγαλώνουν και πάνε προς το στάδιο της ανθοφορίας και την ωρίμανση.
Φυσικά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες όπως η περιεκτικότητα διαφόρων στοιχείων όπως βιταμίνες και αλλά στοιχεία που εξαρτώνται από την περιεκτικότητά τους στο εδάφους.
Μετά την εγκατάσταση της φυτείας του χορτοδοτικού φυτού, το βλαστικό στάδιο αρχίζει είτε στο τέλος του χειμώνα ή στην αρχή της άνοιξης (για χειμερινές και εαρινές καλλιέργειες). Τα φυτά αναπτύσσονται παράγοντας βλαστούς και φύλλα με συνεχή αύξηση της παραγόμενης ποσότητας στη μονάδα της επιφάνειας. Η αύξηση της παραγωγής είναι συνεχής μέχρι την περίοδο της ανθοφορίας και εν συνεχεία την περίοδο της καρποφορίας οπότε έχουμε συνήθως το μέγιστο της παραγόμενης ποσότητας ανά στρέμμα. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου, η παραγόμενη φυτομάζα παρουσιάζει ποιοτικές διαφοροποιήσεις που μας ενδιαφέρουν τόσο από την άποψη της διατροφής των ζώων όσο και από την άποψη της συγκομιδής. Στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης, η περιεκτικότητα σε υγρασία είναι υψηλή (περίπου 85%). Το ποσοστό μειώνεται με την πάροδο του χρόνου μέχρι την περίοδο της ανθοφορίας (μειώνεται μέχρι 70%) και την περίοδο της καρποφορίας που έχουμε πολύ μεγάλη μείωση. Η περιεκτικότητα των νεαρών φυτών σε πρωτεΐνες (αζωτούχες ουσίες) καθώς και η πεπτικότητα είναι υψηλές και μειώνονται με την πάροδο του χρόνου. Τις μεταβολές αυτές δείχνει για ένα χορτοδοτικό φυτό η Εικόνα 1 για μια περιοχή βορειότερα της χώρας μας. Για μας ισχύουν τα ίδια λίγο νωρίτερα την άνοιξη.
Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της φυτείας βλέπουμε ότι η συνολική παραγωγή αυξάνεται σε ξηρά ουσία ενώ μειώνεται η πεπτικότητα, το ποσοστό πρωτεΐνης και η υγρασία. Παρ’ όλο που για τον παραγωγό η ποσότητα καθορίζει τα χρήματα που θα εισπράξει, η ποιότητα όμως του χόρτου είναι κρίσιμη για το κτηνοτρόφο. Το σωστό προφανώς για τη μακροχρόνια συνεργασία τους που θα καθορίσει το κέρδος και των δύο είναι να επιλέγεται ο κατάλληλος χρόνος συγκομιδής που είναι ένας άριστος συνδυασμός των πιο πάνω παραγόντων που συνήθως για τα ελληνικά δεδομένα συμπίπτει με το αρχικό στάδιο της ανθίσεως.
Επομένως ο χρόνος συγκομιδής δεν κάτι απλό αλλά πρέπει να επιλεγεί με τέτοιο τρόπο που θα εξασφαλίζει υψηλή παραγωγή και υψηλή ποιότητα αλλά και γρήγορη ξήρανση αν πρόκειται να συγκομιστεί ξηρό χόρτο.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος
* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας