Είτε αυτές αφορούν καταστροφικές επιλογές, είτε θετικές και επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις. Το χειρότερο αρνητικό παράδειγμα είναι η εγκατάλειψη της υπαίθρου ήδη από τη δεκαετία του ‘50 και η αποβιομηχάνιση της χώρας που ξεκίνησε επί δικτατορίας. Σήμερα, το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, ακόμα και σε αγαθά με δυνητική ισχυρή εξαγωγική ισχύ, είναι μία χαίνουσα πληγή για την εθνική μας οικονομία. Ωστόσο οι αποφάσεις που καθόρισαν τη μοίρα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανίας απουσίαζαν από τα πρωτοσέλιδα της εποχής και τον δημόσιο διάλογο. Εθιστήκαμε να συζητάμε για μεγάλα έργα και εθνικά ολυμπιακά οράματα. Θεωρούσαμε ότι είμαστε κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού και της δημοκρατίας, λες και είχαμε εξασφαλίσει κάποιο παγκόσμιο «copyright». Κομπορρημονούσαμε για το απαράμιλλο ελληνικό τοπίο, αλλά ενοχοποιούσαμε κάθε αντίσταση στην ανεξέλεγκτη δόμηση, ότι δήθεν υπονομεύει την ανάπτυξη.
Τη μεγαλύτερη ενοχοποίηση δεχόταν κάθε προσπάθεια θέσπισης πλαισίου λειτουργίας: με πρόσχημα την «ιδιαιτερότητα του Έλληνα» δομήθηκε το πελατειακό κράτος και ένα θεσμικό πλαίσιο τόσο περίπλοκο και γραφειοκρατικό, ώστε τα «δικά μας παιδιά» να το παρακάμπτουν χάρις στις πολιτικές παρεμβάσεις και όλοι οι άλλοι να συνθλίβονται από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας.
Όσες και όσοι λοιπόν στρατευόμαστε στη σύγκρουση με αυτή τη Λερναία Ύδρα θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αποτελείται από χιλιάδες μικρές ρυθμίσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν δημιουργήσει και τετελεσμένα.
Αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ την ΚΥΑ για την εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης ιστορική θεσμική μεταρρύθμιση εθνικής σημασίας: Για να θυμηθούμε λίγο τα ιστορικά δεδομένα, η πιο σημαντική στιγμή σε αυτή την πολυετή απουσία θεσμικού πλαισίου ήταν ο νόμος για τα βοσκοτόπια του 1987, που κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Γιατί όμως είναι εθνικής σημασίας αυτή η ΚΥΑ; Ακριβώς επειδή επιτέλους καθορίζονται με επιστημονικά κριτήρια και δεδομένα οι όροι βόσκησης. Επιπλέον αποτυπώνεται στο πεδίο, και όχι με κάποιες αεροφωτογραφίες, η πραγματική κατάσταση των δασικών και λιβαδικών οικοσυστημάτων και η δυνατότητά τους να βοσκηθούν.
Ας δούμε όμως ενδεικτικά κάποιες επιπτώσεις από την ανυπαρξία σχεδίων βόσκησης:
* Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας η υπερβόσκηση λαμβάνει δραματικές διαστάσεις. Ιδιαίτερα η παράνομη βόσκηση σε καμένες εκτάσεις, οδηγεί στην πλήρη αδυναμία ανάκαμψης της χλωρίδας. Όσο όμως λείπει η τροφή τόσο τα ζώα καταναλώνουν και το τελευταίο χορτάρι. Η καταστροφή ολοκληρώνεται στην πρώτη νεροποντή, όταν η βροχή ξεπλένει το χώμα που δεν συγκρατείται από χλωρίδα. Έτσι συναντάμε σε αρκετά νησιά, αλλά και ημιορεινές περιοχές αυτά τα γυμνά βραχώδη τοπία σε περιοχές που δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν τους κατοίκους τους και εγκαταλείπονται.
* Σε άλλες συμβαίνει το αντίθετο φαινόμενο της «πράσινης ερημοποίησης», όπου η έλλειψη βόσκησης επιτρέπει την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη φυτών όπως το πουρνάρι, εκτατικά και όχι καθ’ ύψος. Τελικά η ανεξέλεγκτη αυτή βλάστηση, καθιστά αδιάβατο τον χώρο σε ήμερα και άγρια ζώα και υποκείμενο σε πλήρη καταστροφή σε περίπτωση πυρκαγιάς. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι εκτάσεις είναι αδύνατον να συντηρήσουν τους κατοίκους που συντηρούσαν για χιλιάδες χρόνια.
* Ο φαύλος αυτός κύκλος εγκατάλειψης επιδεινώνεται όταν χωρίς αυτά τα σχέδια, εκατομμύρια στρέμματα εξαιρούνται από τη δυνατότητα ένταξης στις οικονομικές ενισχύσεις της ΚΑΠ. Έτσι οι παραδασόβιοι πληθυσμοί, εκτός από τα αντικειμενικά προβλήματα επιβίωσης, έχουν να αντιμετωπίσουν και τον οικονομικό ανταγωνισμό από συναδέλφους τους, που επιδοτούνται για τη δραστηριότητά τους. Έτσι βλέπουμε το σαρδηνιακό πρόβειο γάλα να πωλείται στην ελληνική βιομηχανία συχνά και λιγότερο από 0,70 ευρώ, ενώ το κόστος για τον Έλληνα κτηνοτρόφο ξεπερνά τα 0,80 ευρώ.
* Χωρίς δυνατή κτηνοτροφία, είναι αδύνατον να συντηρηθούν οι παραδασόβιοι οικισμοί. Ολόκληρες περιοχές αποκλείονται από την τουριστική ανάπτυξη, τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες υγείας ή παιδείας.
Όλα τα παραπάνω ίσως μοιάζουν με προβλήματα τοπικής φύσεως. Αν όμως δούμε με ανοιχτό μυαλό και όχι μικροκομματικά τα αίτια της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, θα διαπιστώσουμε ότι είναι φύσει αδύνατον να σταθεί στα πόδια της η ελληνική παραγωγική μηχανή, όταν τα δύο τρίτα της ελληνικής επικράτειας έχουν σχεδόν μηδενική συνεισφορά στο ΑΕΠ. Εάν οι Αυστριακοί ή οι Ελβετοί είχαν την ίδια στάση, αυτές οι δύο χώρες θα έπρεπε να είναι οι πιο φτωχές και εγκαταλελειμμένες στον πλανήτη.
* Αρθρο του αναπληρωτή ΥΠΑΑ Ι. Τσιρώνη Στην «ΕτΔ»