Μια δεύτερη δυνατότητα είναι να αυξομειώνουμε την παροχή των ακροφυσίων ώστε να εφαρμόζουμε διαφορετικές δόσεις ψεκαστικού υγρού και φυτοφαρμάκου σε διάφορα σημεία του χωραφιού. Αυτό πάλι το ελέγχουμε σε ομάδες ακροφυσίων συνήθως ανά τρία αλλά μπορούμε να ελέγξουμε και μεμονωμένα ακροφύσια. Όπως και στην περίπτωση της άρδευσης το κλείσιμο ακροφυσίων αυξάνει την πίεση στα υπόλοιπα και προφανώς και την παροχή τους. Για αυτό χρησιμοποιείται πάλι μια τεχνική ανοιγοκλεισίματος των ακροφυσίων και η διαφορετική συχνότητα δηλαδή πόσες φορές ανοίγει και κλείνει στη μονάδα του χρόνου ορίζει τη μείωση τη δόση του ψεκαστικού υγρού που εφαρμόζεται στη λωρίδα. Αυτό φαίνεται παραστατικά στην Εικόνα 1. Το άνοιγμα και το κλείσιμο μπορεί να γίνει και σε κάθε ακροφύσιο χωριστά με χρήση ειδικών βαλβίδων που επιτρέπει το άνοιγμα και το κλείσιμο σε πολύ γρήγορους ρυθμούς (Εικόνα 1α).
Ένας άλλος σχεδιασμός επιτρέπει την αλλαγή της παροχής των ακροφυσίων με άνοιγμα ή κλείσιμο της οπής εξόδου του ψεκαστικού υγρού όπως φαίνεται στην Εικόνα 2. ¨Ένα κωνικό στοιχείο μπορεί να μετακινείται με μεγάλη ταχύτητα και να αυξομειώνει την οπή εξόδου αλλάζοντας η παροχή κατά τη κίνηση του ψεκαστικού στο χωράφι. Σε άλλο σχεδιασμό (Εικόνα 2α) μπορούμε εκτός από την οπή εξόδου να ελέγξουμε και τη ροή του ψεκαστικού υγρού.
Μια ιδιαίτερα χρήσιμη ιδέα είναι να προκαλέσουμε μεταβολή της δόσης δραστικής ουσίας κατά τη λειτουργία του ψεκαστικού στο χωράφι. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα κανονικό ψεκαστικό που λειτουργεί με σταθερή παροχή και πίεση. Η δραστική ουσία δεν διαλύεται στο ψεκαστικό δοχείο που έχει καθαρό νερό αλλά εκχύνεται με πίεση μετά την αντλία του ψεκαστικού και πριν το ψεκαστικό υγρό να φτάσει στον ιστό. Το ιδανικό θα ήταν να γίνει η έκχυση κοντά στο ακροφύσια αλλά αυτό έχει ακόμα τεχνικά προβλήματα. Μπορούμε να διαφοροποιήσουμε την ποσότητα της δραστικής ουσίας και να πετύχουμε διαφορετικές δόσεις σε διάφορες περιοχές του αγρού. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν ικανοποιητικά και επιτυγχάνουν καλή μίξη της δραστικής ουσίας με το νερό. Έχουν όμως σχετικά μεγάλο χρόνο αντίδρασης (ο χρόνος από την εντολή μέχρι την αλλαγή της δόσης που πραγματικά εφαρμόζεται) που σε μεγάλες ταχύτητες εργασίας μπορεί να είναι σημαντικό μειονέκτημα. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι στο τέλος του ψεκασμού στο δοχείο παραμένει καθαρό νερό και επομένως δεν υφίσταται πρόβλημα διαχείρισης υπολειμμάτων, καθαρισμού του δοχείου κλπ. Παραμένει για διαχείριση μόνο το ψεκαστικό υγρό στους σωλήνες του ιστού που είναι ένα σαφώς μικρότερο πρόβλημα και μπορεί να λυθεί με διακοπή της έκχυσης στο τέλος του ψεκασμού.
Τα συστήματα που περιεγράφηκαν λειτουργεί είτε με χάρτες εφαρμογής δηλαδή χάρτες που ορίζουν τις ζώνες του χωραφιού με τις διαφορετικές απαιτήσεις είτε με αισθητήρες που δίνουν εντολές κατά τη λειτουργία.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΖΙΖΑΝΙΟΚΤΟΝΩΝ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΖΙΖΑΝΙΑ
Η εφαρμογή ζιζανιοκτόνων εκεί όπου υπάρχουν ζιζάνια εφαρμόζεται συνήθως μεταξύ των γραμμών σκαλιστικών καλλιεργειών. Ένας αισθητήρας ξεχωρίζει αν το έδαφος είναι γυμνό ή έχει φυτά που στη περίπτωση αυτή είναι ζιζάνια. Αυτό επιτυγχάνεται με ένα δείκτη βλάστησης που δίνει τιμές μεταξύ 0 και 1. Οι τιμές κοντά στο 0 δείχνουν έδαφος και κοντά στο 1 φυτά. Ο αισθητήρας (Εικόνα 3) παράγει μια δέσμη φωτός που ανακλάται από το έδαφος ή τη βλάστηση και ένας αισθητήρας μετρά το ανακλώμενο φως και εκτιμά το δείκτη βλάστησης. Αν η τιμή είναι κοντά στο ένα τότε το ακροφύσιο στο πίσω μέρος ψεκάζει το φυτά διαφορετικά παραμένει κλειστό. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται σημαντική οικονομία του ζιζανιοκτόνου Στην εικόνα 4 φαίνεται ένα μηχάνημα που παρήχθη και χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα.
Μια άλλη ιδέα είναι να εντοπίσουμε τα ζιζάνια (στη σειρά των φυτών) και με ένα ειδικό ψεκαστικό να προσθέσουμε μια σταγόνα ψεκαστικού υγρού και να το καταστρέψουμε.
Γράφει ο Φάνης Γέμτος
* ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος,
ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας