Όπως αναφέρει η Eurostat, τα οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι η συνολική γεωργική παραγωγή (γεωργική παραγωγή, εσοδείες, κτηνοτροφική παραγωγή, γεωργικές υπηρεσίες) στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε σε αξία στα 411,2 δισ.εκατομμύρια ευρώ το 2015, σημειώνοντας υποχώρηση της τάξης του 1,8% σε σύγκριση με το 2014.
Την υψηλότερη συνολική γεωργική παραγωγή στην ΕΕ καταγράφει η Γαλλία (αξία ύψους 75,2 δισ. ευρώ ή ποσοστό 18% της συνολικής παραγωγής στην ΕΕ), και ακολουθούν η Ιταλία (55,2 δισ. ευρώ ή 13%) και η Γερμανία (51,5 δισ. ευρώ ή 13%), η Ισπανία (45,5 δισ. ευρώ ή 11%) και το Ην. Βασίλειο (29,6 δισ. ευρώ ή 7%). Η μεγαλύτερη αύξηση της αξίας της συνολικής γεωργικής παραγωγής σημειώνεται στην Λετονία (+8,8%), τη Λιθουανία (+5,9%) και την Κύπρο (+4,7%), ενώ αντίθετα η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στο Λουξεμβούργο (-9,9%) και τη Σλοβακία (-9,7%).
ΜΕΙΩΣΗ
ΤΗΣ ΖΩΙΚΗΣ
Η μεταβολή στην αξία της γεωργικής παραγωγής επηρεάζεται από τη μεταβολή της τιμής είτε από τη μεταβολή του όγκου (ή από ένα συνδυασμό αυτών). Η μείωση του 1,8% της γεωργικής παραγωγής της ΕΕ το 2015 σε σύγκριση με το 2014 μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη σημαντική πτώση (κατά 5,5%) της αξίας της ζωικής παραγωγής, της οποίας η μείωση των τιμών κατά 8.5% αντισταθμίστηκε μόνο εν μέρει από την αύξηση κατά 3,3% του όγκου. Αυτή η συνολική μείωση της αξίας της ζωικής παραγωγής οφείλεται στην απότομη πτώση κατά 14,4% για το γάλα (-15,7% για τις τιμές, +1,5% για τον όγκο) και κατά 6,5% για τους χοίρους (-10,1% για τις τιμές + 4,0% για τον όγκο ).
Η αξία της φυτικής παραγωγής παρέμεινε σχεδόν σταθερή στην ΕΕ (+ 0,9%) με τις τιμές έως 3,9% και τον όγκο κάτω από 2,9%. Αυξήσεις της τάξης του 7,2% που καταγράφηκαν για τα λαχανικά (+ 7,6% για τις τιμές, -0,4% για τον όγκο) και 10,4% για τα φρούτα (+ 8,1% για τις τιμές, +2,1% για τον όγκο) αντισταθμίστηκαν μερικώς από τις μειώσεις της τάξης του 5,6% για τα σιτηρά ( -1,9% για τις τιμές, -3.8% για τον όγκο) και 4,6% για κτηνοτροφικά φυτά (+1,8% για τις τιμές, -6.3% για τον όγκο).
Το κόστος των γεωργικών εισροών της ΕΕ (ενδιάμεση ανάλωση) εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 1,5% (+ 1,0% για τις τιμές, -2,5% για τον όγκο). Αυτό οφείλεται εν μέρει σε μείωση κατά 7,6% για την ενέργεια και λιπαντικά (-8.5% για τις τιμές, +1,0% για τον όγκο).