Είτε έχουμε ένα πρόγραμμα άρδευσης και ποτίζουμε κάθε ορισμένες μέρες μια ορισμένη ποσότητα νερού. Αυτό κάνουμε συνήθως σε καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι ή τα τεύτλα που θέλουν πολύ νερό και δεν είναι πολύ ευαίσθητα σε μεγαλύτερες από το κανονικό ποσότητες νερού. Σε καλλιέργειες όπως το βαμβάκια όμως που είναι ευαίσθητο σε περισσότερο νερό από το κανονικό παρακολουθούμε τη φυτεία και όταν δούμε τα φυτά να «μαυρίζουν» ή το μεσημέρι να «μεσημεριάζουν» δηλαδή να φαίνονται μαραμένα τα φύλλα τότε ποτίζουμε. Είναι προφανές ότι ο κάθε αγρότης επιθεωρεί όλο το χωράφι και δημιουργεί την εντύπωση για τη φυτεία με βάσει ένα μέσο όρο του χωραφιού. Στη συνέχεια εφαρμόζει το αρδευτικό νερό ομοιόμορφα (όσο του επιτρέπει το αρδευτικό του σύστημα) σε όλο το χωράφι. Είναι σωστός αυτός ο τρόπος άρδευσης; Πιστεύω ότι όλοι νοιώθουμε ότι μάλλον δεν είναι απόλυτα σωστός αλλά δεν φαίνεται για την ώρα να έχουμε και άλλες επιλογές. Πόσο νερό εφαρμόζουμε στο στρέμμα; Συνήθως έχουμε μια δόση (τόσες ώρες πότισμα ή μια ταχύτητα κίνησης του καρουλιού) και την εφαρμόζουμε χωρίς πολλές μεταβολές. Φυσικά αλλάζουμε τις δόσεις όταν βρέχει ή έχει περισσότερο ή λιγότερο ζέστη. Το κακό είναι ότι το πόσο νερό θα εφαρμόσουμε εξαρτάται από τη θερμοκρασία ή τη βροχή των επόμενων ημερών που σήμερα δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια. Όλη η εκτίμηση είναι μέρος της εμπειρίας και της ικανότητας του παραγωγού που ανταμείβεται με καλύτερη ή μικρότερη παραγωγή. Ο αγρότης δεν εφαρμόζει την ίδια τακτική σε όλα του τα χωράφια. Όταν το έδαφος του χωραφιού είναι βαρύ τότε ποτίζει με μεγαλύτερες δόσεις και αραιότερα ενώ σε αμμώδη ελαφρά εδάφη ποτίζει με μικρότερες δόσεις και συχνότερα. Τι γίνεται όμως όταν το χωράφι δεν είναι ομοιόμορφο; Τότε εφαρμόζεται μια τακτική που σίγουρα ταιριάζει με ένα μέρος του χωραφιού ενώ δεν είναι κατάλληλη για το άλλο μέρος. Ένα πρόβλημα που δημιουργείται προέρχεται από το ανάγλυφο του χωραφιού. Όταν το έδαφος έχει κλίση τότε το νερό στραγγίζει στα χαμηλότερα σημεία επομένως ουσιαστικά εφαρμόζουμε περισσότερο νερό στα υψηλότερα σημεία και περισσότερο στα χαμηλότερα. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στα χαμηλότερα σημεία του χωραφιού που εκδηλώνονται με συνήθως με μικρότερες αποδόσεις. Στο βαμβάκι για παράδειγμα έχουμε ψηλότερα φυτά που δεν ανοίγουν τα καρύδια ή στο καλαμπόκι γίνονται τα φυτά χλωρωτικά όταν στην αρχή της περιόδου γεμίσει με νερό η γούρνα έστω και για μικρό χρονικό διάστημα.
Όλα τα πιο πάνω προβλήματα προσπαθεί να αντιμετωπίσει η γεωργία ακριβείας με την εφαρμογή μεταβλητών δόσεων αρδευτικού νερού. Τι σημαίνει αυτό; Να εφαρμόζει τις ποσότητες νερού που χρειάζονται στον χρόνο που χρειάζονται. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Όπως και στην περίπτωση της εφαρμογής των λιπασμάτων έτσι και στην άρδευση έχουν δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη με δημιουργία χαρτών εφαρμογής βασιζόμενοι σε ιστορικά στοιχεία του χωραφιού. Η δεύτερη με αισθητήρες που βρίσκονται στο χωράφι και μετρούν κάποιες ιδιότητες και με βάση αυτές ορίζουν το πότε και πόσο νερό θα εφαρμόσουμε. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω πως επιτυγχάνονται αυτά.
Είπαμε σε προηγούμενα σημειώματα ότι όλες οι μετρήσεις που κάναμε στην περιοχή δείχνουν ότι το έδαφος δεν είναι ομοιόμορφο. Η πρώτη προσέγγιση μπορεί να γίνει με μέτρηση της φαινομενικής ηλεκτρικής αγωγιμότητας. Αναλύσεις εδάφους σε ένα πλέγμα σημείων δίνει ακριβέστερη αποτύπωση της διαφοροποίησης της μηχανικής σύστασης του εδάφους. Με βάση την ανάλυση αυτή μπορούμε να χωρίσουμε το χωράφι σε δύο ή περισσότερες περιοχές (ζώνες διαχείρισης) όπου θα εφαρμόσουμε τη διαφοροποιημένη άρδευση. Στις εικόνες 1 3 2 μπορούμε να δούμε πώς εφαρμόζεται αυτή η ιδέα της δημιουργίας χαρτών εφαρμογής αρδευτικού νερού. Στην Εικόνα 1 αριστερά φαίνεται η περιεκτικότητα του εδάφους σε άργιλο και δεξιά ο αντίστοιχος χάρτης της φαινομενικής ηλεκτρικής αγωγιμότητας. Είναι ενδιαφέρουσα η ομοιότητα. Στην Εικόνα 2 φαίνεται ο χάρτης που δείχνει την περιεκτικότητα σε άμμο. Η Εικόνα 3 δείχνει τον διαχωρισμό του χωραφιού σε τρεις ζώνες εφαρμογής αρδευτικού νερού.
Φάνης Γέμτος,
γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας