Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που επέφερε στον αγροτικό τομέα η ύφεση της περιόδου 2010-14 όπως αποτυπώνονται στο Σχέδιο Στρατηγικής για την Ανταγωνιστικότητα της Γεωργίας που εκπόνησε ομάδα εργασίας και υπέβαλε φέτος το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στους θεσμούς (ήταν υποχρέωση που απέρρεε από το 3ο Μνημόνιο του καλοκαιριού 2015).
Σύμφωνα με το κείμενο του Σχεδίου Στρατηγικής, η ύφεση της περιόδου 2010-14 προκάλεσε:
* Πολλαπλές πιέσεις στο εισόδημα των αγροτών
«Το εισόδημα, θεμελιώδες συστατικό για τη συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας, για τον εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστικότητα, υπέστη απώλειες από πολλαπλές πηγές, αρκετές εκ των οποίων έχουν δομικό χαρακτήρα και εξαρτώνται από διεργασίες που συντελούνται εκτός του αγροτικού τομέα. Ενδεικτικώς αναφέρονται:
Η επιβράδυνση ή/και αντιστροφή των τομεακών αναδιαρθρώσεων, που δημιούργησε απαγορευτικές συνθήκες για την έξοδο του πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού από τον πρωτογενή τομέα, αναστέλλοντας την υπέρβαση της ασυμμετρίας ανάμεσα στην ποσοστιαία συμμετοχή στο Ακαθάριστο Εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) και στην απασχόληση, ώστε να επιλυθεί με δομικό τρόπο το ζήτημα του γεωργικού εισοδήματος.
Η μαζική απώλεια θέσεων εργασίας στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, που περιόρισε δραστικά την πολυαπασχόληση και τη δυνατότητα συμπλήρωσης του αγροτικού εισοδήματος.
Ο δραστικός περιορισμός της αγοραστικής δύναμης, που μείωσε την εγχώρια ζήτηση για είδη διατροφής (2009-2013 κατά 17,7%) και μετατόπισε το καταναλωτικό πρότυ-πο προς τρόφιμα χαμηλότερης αξίας και ποιότητας.
* Επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών της παραγωγής
Στη διάρκεια της ύφεσης εξελίχθηκαν δυσμενώς σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγική διαδικασία. Ενδεικτικώς αναφέρονται:
-Υποχρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα
Στο διάστημα 2009-2014 η χρηματοδότηση μειώθηκε από 3,9 δισ. ευρώ σε 1,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας (Food and Agriculture Organization, FAO) ο δείκτης προσανατολισμού της χρηματοδότησης στον πρωτογενή τομέα (συμμετοχή στη χρηματοδότηση προς συμμετοχή στο ΑΕΠ) μειώθηκε στην Ελλάδα από 1,2 το 2000 σε 0,2 το 2012, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης στην Ιταλία ανέρχεται σε 2,3 και στη Γαλλία σε 3,0. Συγχρόνως μετατοπίστηκε η σύνθεση των δανείων από τα μεσο-μακρο¬πρόθεσμα προς τα βραχυπρόθεσμα.
-Η αύξηση του κόστους κεφαλαίου
Οι καταβληθέντες τόκοι την περίοδος 2006-2014 αυξήθηκαν από 398 σε 734 εκατ. ευρώ, και η ποσοστιαία συμμετοχή τους στο λειτουργικό πλεόνασμα αυξήθηκε από 7,0% σε 12,7%.
-Η αποεπένδυση
Στο διάστημα 2008-2014, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν από 1.921 σε 1.251 εκατ. ευρώ.
-Η αύξηση της φορολογίας
Ως ποσοστό επί της καθαρής προστιθέμενης αξίας οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής αυξήθηκαν από 3,9% (προ του 2011) στο 10,9% το 2014, και είναι πλέον υπερδιπλάσιοι από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, που διαμορφώνεται στο 4,7%.
-Η περαιτέρω αποδυνάμωση των εγχώριων κλαδικών διασυνδέσεων με αποτέλεσμα τη μείωση της εγχωρίως παραγόμενης προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης στη μεταποίηση και τον τριτογενή τομέα.
-Η επιδείνωση των όρων εμπορίου των αγροτικών προϊόντων έναντι των αγροτικών εισροών καθώς και των αγροτικών εισαγωγών έναντι των εξαγωγών».
ΕΠΙΔΕΙΝΩΘΗΚΑΝ
ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Σύμφωνα με το κείμενο του Σχεδίου Στρατηγικής, η ύφεση της περιόδου 2010-14 προκάλεσε την επιδείνωση των εξής προϋπαρχόντων προβλημάτων του αγροτικού τομέα:
* «Σύνθεση των εισροών με υψηλή συμμετοχή της ενέργειας και των ζωο-τροφών.
* Αύξηση του κόστους παραγωγής με επιδείνωση της αποδοτικότητας των εισροών.
* Μείωση του επιχειρηματικού εισοδήματος την περίοδο 2006-2014 από 4.791 σε 4.614 εκατ. ευρώ (τρέχουσες τιμές).
* Αύξηση της εξάρτησης του εισοδήματος από τις επιδοτήσεις (λόγω μείωσης του εισοδήματος από την παραγωγή).
* Αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης των πλεονασματικών προϊόντων στις εξαγωγές.
* Αύξηση του Δείκτη Εξάρτησης από τις Εισαγωγές (με βάση την εξαγωγική επίδοση καθώς και την εισαγωγική διείσδυση την τελευταία δεκαετία, το 40% περίπου της εγχώριας κατανάλωσης τροφίμων καλύπτεται από εισαγωγές).
* Επιδείνωση των όρων εμπορίου των αγροτικών προϊόντων σε σχέση με τις εισροές (το 2012 ήταν στο 72,7% του επιπέδου του 2005 έναντι του 90% στην Ε.Ε.-27), και των αγροτικών εξαγωγών προς τις αγροτικές εισαγωγές».
ΧΡΟΝΙΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στα εξής χρόνια προβλήματα του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα:
* «Διαρθρωτικά προβλήματα των εκμεταλλεύσεων που σχετίζονται με το μέγεθος, τον πολυτεμαχισμό της αγροτικής γης και τη δημογραφική γήρανση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
* Υψηλό κόστος παραγωγής και δυσμενής σύνθεση του κόστους παραγωγής (υψηλή συμμετοχή ενέργειας και ζωοτροφών).
* Ανεπαρκής στήριξη της κτηνοτροφίας από τη φυτική παραγωγή (ανεπάρκεια και υψηλό κόστος ζωοτροφών).
* Χαμηλός βαθμός αυτάρκειας σε βασικά προϊόντα.
* Δυσμενής διάρθρωση και υψηλός βαθμός συγκέντρωσης των εξαγωγών (σε ελιές, λάδι, φρούτα, λαχανικά, βαμβάκι) και των εισα¬γωγών (σε γαλακτοκομικά, κρέας).
* Χαμηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία στις εξαγωγές.
* Εισοδηματικές ανισότητες εντός του πρωτογενούς τομέα.
* Αποδυνάμωση και απαξίωση των συλλογικών θεσμών.
* Περιβαλλοντικά προβλήματα και ανεπάρκεια στη διαχείριση των φυσικών πόρων (έδαφος, ύδατα).
* Χαμηλό επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης και διάχυσης των καινοτομιών.
* Δυσλειτουργίες του δημόσιου τομέα σε ότι αφορά τη στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας, της εξαγωγικής δραστηριότητας και τη διαχείριση των κονδυλίων της Ε.Ε.
Οι παραπάνω εξελίξεις – επισημαίνεται στο Σχέδιο Στρατηγικής - ενίσχυσαν τις δομικού χαρακτήρα ασυμμετρίες μεταξύ βασικών μεγεθών στα οποία συμμετέχει ο αγροτικός τομέας. π.χ. στο ρόλο του στις εξαγωγές και στο ρόλο του στην τροφοδοσία του βασικότερου κλάδου της μεταποίησης που είναι η βιομηχανία τροφίμων–ποτών–καπνού, στη συμμετοχή του στη χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα και στη συμμετοχή του στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι διαδικασίες με τις οποίες ο πρωτογενής τομέας στο παρελθόν είχε βρει λύσεις από το δευτερογενή και τριτογενή τομέα (απορρόφηση πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού, συμπλήρωση αγροτικού εισοδήματος), δεν είναι διαθέσιμες σήμερα. Ο πρωτογενής τομέας είναι επιβαρυμένος με σοβαρά δομικά προβλήματα που επηρεάζονται από το ευρύτερο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον (ανεργία, εξασθένιση διακλαδικών σχέσεων, δυσμενείς όροι εμπορίου κ.ά.) και τα οποία δεν αναμένεται να αποκατασταθούν, με απτά αποτελέσματα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον έως την επανεκκίνηση της οικονομίας. Συνεπώς, πέραν των ενεργειών της οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ανάταξη της ελληνικής οικονομίας, η αγροτική πολιτική θα πρέπει να εξαντλήσει τις δυνατότητες που εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από ενέργειες εντός του πρωτογενούς τομέα».
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
«Παρά τα σοβαρά προβλήματα που τον χαρακτηρίζουν, ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα διαθέτει αξιόλογα θετικά στοιχεία που με την κατάλληλη αξιοποίηση θα μπορούσαν να συμβάλλουν, στο μέτρο που τους αναλογεί, τόσο στην αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων του όσο και στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας», τονίζεται στο Σχέδιο Στρατηγικής για την Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Γεωργίας.
Ενδεικτικώς αναφέρονται:
* «οι ποικιλόμορφες εδαφοκλιματικές συνθήκες που διευκολύνουν την παραγωγή διαφοροποιημένων και ποιοτικών προϊόντων
* το επιστημονικό δυναμικό
* τα δυναμικά τμήματα του ανθρώπινου δυναμικού
* οι αξιόλογες υποδομές της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών
* η εξαγωγική εμπειρία σε ορισμένα προϊόντα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης κ.ά.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί η ΚΑΠ, ειδικότερα ο Πυλώνας ΙΙ και το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020, με χρηματοδότηση από την Ε.Ε. για την περίοδο αυτή, η οποία αγγίζει τα 20 δισ. ευρώ. Εξάλλου το ΠΑΑ έχει επανασχεδιαστεί λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις αδυναμίες όσο και τις δυνατότητες του ελληνικού αγρο-διατροφικού τομέα».
Σύμφωνα με το Σχέδιο Στρατηγικής, «είναι αξιοπρόσεκτες ορισμένες θετικές εξελίξεις που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, όπως:
- Η διαρθρωτική αλλαγή, δηλαδή η σύγκριση της ποσοστιαίας συμμετοχής σε δύο χρονικές στιγμές, είναι θετική για τις ζωοτροφές και τα κτηνοτροφικά προϊόντα, (για το διάστημα 2001-2012: καλαμπόκι 142, γάλα 124, βοοειδή 116, πουλερικά 112). Αυτή η θετική αλλαγή θα μπορούσε να συμβάλλει στη διεύρυνση της αναγκαίας σύνδεσης της φυτικής με τη ζωική παραγωγή και στον περιορισμό των εισαγωγών, αν συγχρόνως είχε συνοδευτεί από αξιόλογη αύξηση του όγκου της παραγωγής.
- Η διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης των πλεονασματικών προϊόντων, η οποία όμως περιορίστηκε σε μικρό όγκο εξαγωγών.
- Το χαμηλότερο επίπεδο των εισροών στην αξία της παραγωγής σε σχέση με την Ε.Ε.
- Η μείωση του κόστους της εργασίας και των ενοικίων της καλλιεργούμενης γης, η οποία όμως προήλθε από την ύφεση και τη μείωση της παραγωγής».