Του Κώστα Γιατρόπουλου, γεωπόνου
Τριάντα πέντε χρόνια από την πλήρη ένταξή μας στην Ε.Ε. το 1981, ΕΟΚ τότε, μπορούμε να δούμε με πιο καθαρή ματιά, εάν και πώς επηρεάσθηκε η γεωργία μας από την εφαρμογή των σπουδαιότερων ευρωπαϊκών προγραμμάτων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).
Η πρώτη μεγάλη παρέμβαση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής ήταν οι άμεσες επιδοτήσεις στα σπουδαιότερα προϊόντα μας, τα σιτηρά, το βαμβάκι, το λάδι, τα καπνά, την κτηνοτροφία, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα στη γεωργία μας. Θετικό αποτέλεσμα είναι, αναντίρρητα, η εισροή στη χώρα μας πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών, πρωτόγνωρων θα έλεγα τόσο για τους αγρότες όσο και για τη χώρα μας, πράγμα που δημιούργησε κλίμα ευφορίας για τους αγρότες που έβλεπαν ότι ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους εξασφαλίζεται πολύ εύκολα από τις επιδοτήσεις. Αλλά και οι κυβερνήσεις, συνεπαρμένες και αυτές από τα πολλά κοινοτικά χρήματα που εισέρεαν, έριξαν το βάρος στη λογιστική τακτοποίηση-κατανομή των κοινοτικών επιδοτήσεων, ενώ οι καθαυτές εξελίξεις στη γεωργία μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Αυτή η κατάσταση, οδήγησε τους γεωργούς προς την ποσότητα και όχι στην ποιότητα και την οργάνωση της διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων. Είναι γνωστές οι φράσεις «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» για το βαμβάκι. Αυτή ήταν η αρνητική πλευρά των άμεσων επιδοτήσεων για τη γεωργία μας.
Ειδικότερα για τη Θεσσαλία, η μεγάλη επιδότηση στο βαμβάκι (αποτελούσε περίπου τα 2/3 της τελικής τιμής παραγωγού) και ο μηχανισμός χορήγησής της στους δικαιούχους αγρότες, ώθησε στη ραγδαία επέκταση του βαμβακιού, το οποίο εκτόπισε όλες τις άλλες ετήσιες καλλιέργειες στα πεδινά της Λάρισας και της Καρδίτσας, ενώ στις λοφώδεις περιοχές της Λάρισας, της Ελασσόνας, του Αλμυρού, έμεινε να καλλιεργείται μόνο το σκληρό σιτάρι. Από τα 4,2 εκατ. στρέμ. καλλιεργήσιμης γης στη Θεσσαλία, περίπου τα 3,7 εκατ. καλλιεργούνταν με βαμβάκι και σκληρό σιτάρι, ήταν ένας κάμπος με μονοκαλλιέργεια. Σχεδόν όλες οι άλλες ετήσιες καλλιέργειες όπως μαλακό σιτάρι και κριθάρι και κυρίως καλλιέργειες αμειψισποράς και αζωτοδέσμευσης όπως, βίκος, μηδική και άλλα κτηνοτροφικά φυτά, όσπρια μειώθηκαν απελπιστικά. Αυτό επέφερε μείωση των επιπέδων αυτάρκειας σε σημαντικά προϊόντα, μείωση της γονιμότητας των εδαφών και οικολογικές διαταραχές. Ο κάμπος της Καρδίτσας από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο ήταν μία μαύρη εικόνα, από οργωμένα χωράφια που περίμεναν να σπαρθούν με βαμβάκι. Εκτεταμένες περιοχές από βαμβακοχώραφα της Λάρισας, των Φαρσάλων και της Καρδίτσας απόκτησαν την παθογένεια να μην μπορούν να φυτρώσουν και απαιτούνταν συχνές επανασπορές. Περιοχές που δεν είχαν αρδευτικό νερό καλλιεργούνταν, επί σειρά ετών, μόνο με σιτηρά, με συνέπεια τη συχνή εμφάνιση της ασθένειας «των λευκών στάχυων», και τη συνεχή μείωση της αποδοτικότητά τους. Οι υδροφόροι ορίζοντες κατέβηκαν σε μεγάλα βάθη, με συνέπεια την ακριβή άντληση υπόγειων νερών και την υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων.
Άλλο ενδιαφέρον πρόγραμμα εισροής κοινοτικών ενισχύσεων, ήταν η απόσυρση νωπών προϊόντων από την αγορά, οι γνωστές «χωματερές». Η εφαρμογή του τελικά μετέτρεψε, ένα καλό πρόγραμμα ρύθμισης της αγοράς, σε μηχανισμό εκμαυλισμού συνειδήσεων, και ώθησης των γεωργών σε πρακτικές υποβάθμισης της ποιότητας, κυρίως στα ροδάκινα. Αποτέλεσμα, μάλλον αρνητικό για τη γεωργία μας.
Επί σειρά ετών εφαρμόσθηκαν σημαντικά προγράμματα όπως, «νέοι γεωργοί» που ενθάρρυναν τους νέους να μείνουν στη γεωργία, και «επενδύσεις για τη βελτίωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων» που συνέβαλαν στη βελτίωση των συστημάτων άρδευσης και στον εκσυγχρονισμό του μηχανικού εξοπλισμού και ωφέλησαν τη γεωργία, χωρίς βέβαια και εδώ να αποφευχθούν οι υπερβολές και οι καταχρήσεις (π.χ. αγορά πολλών ελκυστήρων). Πενιχρά μέχρι μηδαμινά αποτελέσματα είχε το πρόγραμμα της ηλικιακής βελτίωσης μέσω της διαδοχής (πρόωρη συνταξιοδότηση).
Το πρόγραμμα «ενίσχυσης υποδομών των ομάδων παραγωγών», ωφέλησε εν μέρει τη γεωργία, και αυτό γιατί δεν δόθηκε η οφειλόμενη βαρύτητα σε δράσεις συστημάτων ποιότητας και επενδύσεων στη συντήρηση, συσκευασία και σε οργάνωση δικτύων πωλήσεως των προϊόντων.
Από το 2000 όμως, έχουμε αλλαγές στα ευρωπαϊκά προγράμματα. Με το 3ο (2000-2006) και κυρίως το 4ο (2007-2013) κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, ενισχύονται περισσότερο περιβαλλοντικά προγράμματα και μέτρα βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων, τάση που, ευτυχώς, διατηρείται και στο τρέχον 5ο κοινοτικό πλαίσιο (2014-2020). Σήμερα, πλέον, δεν είναι η γεωργία του χθες, το τοπίο της γεωργίας μας άλλαξε και η αλλαγή αυτή οφείλεται στην εφαρμογή των δύο τελευταίων κοινοτικών πλαισίων στήριξης. Καταλυτικό ρόλο στη γεωργία της Θεσσαλίας, τα τελευταία χρόνια, έπαιξε η εφαρμογή «της μείωσης νιτρορρύπανσης γεωργικής προέλευσης», χάριν συντομίας «μείωση νιτρορρύπανσης», με το οποίο άλλαξε κυριολεκτικά η εικόνα του θεσσαλικού κάμπου.
Η «μείωση νιτρορρύπανσης» εφαρμόσθηκε σε 1.300.000 στρ. περίπου, δηλαδή, στο 65% της αρδευόμενης έκτασης. Οι εκμεταλλεύσεις που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα, υποχρεώθηκαν σε τρεις βασικές παρεμβάσεις, α) αμειψισπορά με σιτηρά ή ψυχανθή στο 25% τουλάχιστον της αρδευόμενης έκτασης,
β) δραστική μείωση της χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων και
γ) περιορισμός στα φωσφορικά και καλιούχα λιπάσματα.
Έτσι, η εφαρμογή του προγράμματος συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση της καλλιέργειας των σιτηρών και πλέον ο βαμβακοκαλλιεργούμενος κάμπος της Λάρισας, της Καρδίτσας και των Φαρσάλων πρασίνισε και κατά την περίοδο του χειμώνα, ακριβώς λόγω της αύξησης των χειμερινών σιτηρών. Παράλληλα, με την εφαρμογή ΚΟΓΠ (Κώδικες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής), επανήλθαν οι καλλιέργειας των ψυχανθών και των οσπρίων, κυρίως βίκου και φακής, στις λοφώδεις περιοχές της Λάρισας, της Ελασσόνας και του Αλμυρού, ακριβώς λόγω της υποχρεωτικότητας και εδώ της αμειψισποράς. Πλέον, σε ολόκληρη την πεδινή Θεσσαλία, η σύνθεση των καλλιεργειών έχει αλλάξει και από μονοκαλλιέργειες βαμβακιού ή σκληρού σίτου, έχουμε μία ποικιλία από όλα σχεδόν τα σιτηρά, πολλά ψυχανθή, κυρίως βίκο και μηδική, όσπρια και διάφορα λαχανικά. Έτσι, αποκαθίσταται όλο και περισσότερο η διαταραχθείσα οικολογική ισορροπία στο θεσσαλικό κάμπο.
Η αλλαγή αυτή, πέρα από την εικόνα αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας (βιοποικιλότητα) που, μπορεί κανείς να δει διασχίζοντας τον κάμπο, έφερε και ποσοτικά παραγωγικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτά, μέχρι το 2007 καταγράφονταν μία συνεχής μείωση των σιτηρών, ψυχανθών και οσπρίων και αύξηση κυρίως του βαμβακιού και δευτερευόντως, ευτυχώς, του καλαμποκιού. Από το 2009 και μετά παρατηρείται μία τάση αύξησης στο σιτάρι σκληρό και μαλακό, στο κριθάρι, στη φακή, στο βίκο και σε αρκετά ακόμη κτηνοτροφικά φυτά μικρότερης έκτασης.
Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα, εάν εφαρμόζονταν με την ίδια σοβαρότητα και τα άλλα προγράμματα όπως, η απόσυρση και διαδοχή παλιότερα, αλλά και τα πιο πρόσφατα όπως, η βιολογική γεωργία, το ποιοτικό παρακράτημα, τα συστήματα εφαρμογής μεθόδων ποιότητας στα αγροτικά προϊόντα. Στα προγράμματα αυτά, δυστυχώς, τονίσθηκε-προβλήθηκε περισσότερο η επιδότηση που απολάμβαναν οι αγρότες και όχι ο πραγματικός σκοπός των προγραμμάτων που ήταν η βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων και η καλύτερη θέση τους στην αγορά. Αρνητικές επιπτώσεις για τη γεωργία στη Θεσσαλία είχαν τόσο το κλείσιμο του εργοστασίου ζαχάρεως, όσο και η εγκατάλειψη σχεδόν του καπνού όπου, αντί «πινακίου φακής» εφαρμόσθηκε το «πονάει δόντι κόβει κεφάλι».
Αυτά όλα, πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, ώστε να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος και να κατακτηθούν τα σύγχρονα σταθερά βήματα της προόδου στη γεωργία. Οι αγρότες, θα πρέπει πάντα να θυμούνται ότι, οι άμεσες ενισχύσεις-επιδοτήσεις δίδονται για την προσωρινή στήριξη της γεωργίας, είναι πάντα ευπρόσδεκτες και τις έχει ανάγκη η γεωργία μας με τα πολλά προβλήματα. Όμως, η προοπτική και το μέλλον της γεωργίας βρίσκεται στην καλή οργάνωση, στη σταθερή και ποιοτική παραγωγή και στην κατάκτηση της αγοράς. Το τρέχον κοινοτικό πλαίσιο στήριξης (ΕΣΠΑ), δίνει πολλές ευκαιρίες αξιοποίησης προγραμμάτων μέσα από συλλογικές δομές οργάνωσης, ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών.