Επιμέλεια Νίκος Οικονομίδης
Ξεχωριστό κομμάτι στην ιστορία του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού μετά τον πόλεμο, αποτελεί το θρυλικό μπαράκι του «Μάριου», το στέκι των καλλιτεχνών της εποχής.
Ένα στενόμακρο μαγαζάκι με το πατάρι του, στην οδό Ίωνος στην Ομόνοια, ήταν ο τόπος συνάντησης, δημιουργίας και διασκέδασης μιας μερίδας κόσμου που ζούσε από το λαϊκό τραγούδι. Μουσικοί, συνθέτες, οργανοπαίκτες, οργανοποιοί, μάγκες, αριστοκράτες, νταήδες, κοκότες, μαζεύονταν σε αυτό το στέκι για να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να τσακωθούν και να φύγουν στο τέλος αγαπημένοι μέσα στη σούρα τους.
«Όποιος δεν ήπιε ούζο στου «Μάριου» δεν λογίζεται για μπουζουξής...» έλεγε ο γενάρχης του μπουζουκιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Ήταν το στρατηγείο μας, δεν θα ξεχάσω τις βραδιές στο πατάρι που παίζαμε με τον Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη, τον Τσαγκάρη, τον Λαύκα και τον Κρεούζη ώρες ατελείωτες...» θυμάται ο Τάκης Μπίνης σε συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη.
Ένας αλλιώτικος κόσμος με τις παραξενιές του, τις φιλίες αλλά και τις λυκοφιλίες του, άνθρωποι μερακλήδες, ειλικρινείς και ντόμπροι, βασανισμένοι οι περισσότεροι στη ζωή και ερωτοχτυπημένοι.
Ο Μάριος Δαλέζιος ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού καταγόταν από τη Σύρα και ήτανε καθολικός. Είχε το γενικό πρόσταγμα από το 1946 που άνοιξε το μπαράκι μέχρι το 1962 που έκλεισε. Ψηλός, ευτραφής, καλοντυμένος και παντρεμένος από το 1944 με τη χορεύτρια και τραγουδίστρια Άννα Γκαλ μια όμορφη κοπέλα που την γνώρισε όταν χόρευε στο Περοκέ με τον Καστρινό. Το πραγματικό της επίθετο ήταν Μπινοπούλου και ήταν αδερφή της Ρίτας Μπινοπούλου γυναίκας του Σταύρου Τζουανάκου.
Δίπλα στο μπαράκι του Μάριου υπήρχε από πιο παλιά το στέκι του Χαριτόπουλου, όπου σύχναζαν τα «δεύτερα» ονόματα του χώρου, αλλά και όσοι δεν χωρούσαν στου Μάριου. Στο θρυλικό στέκι άκουσαν για πρώτη φορά τα τραγούδια τους από το γραμμόφωνο ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας, ο Μητσάκης και ένα σωρό ακόμη τραγουδιστές και συνθέτες. Εκεί γίνονταν και οι πρώτες κριτικές πριν τα τραγούδια περάσουν στο ραδιόφωνο και στον απλό κόσμο.
Πριν ξεκινήσουν οι μουσικοί για το στούντιο της Κολούμπια, έκαναν τις τελευταίες πρόβες τους στο πατάρι του Μάριου. Στο μπαράκι κλείνονταν και οι συμφωνίες με συγκροτήματα για τα πανηγύρια και τους γάμους.
Ο Κώστας Βίρβος από τους πρώτους και καλύτερους πελάτες του Μάριου, από τους μεγαλύτερους στιχουργούς όλων των εποχών, ζωντανεύει εικόνες όπως τις έζησε εκείνα τα χρόνια. «Ο Μάρκος λεβεντάνθρωπος, ψηλός αλλά και 150 κιλά, έπαιζε χαρτιά, κάπνιζε και έπινε. Ο Μπιθικώτσης και κάποιοι ταξιτζήδες ήτανε οι μόνιμοι πρεφαδόροι στα τραπεζάκια του μαγαζιού. Εγώ καθόμουνα στο πρώτο τραπεζάκι δεξιά δίπλα στην πόρτα. Έρχονταν και κάθονταν δίπλα μου η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου για να μπορεί να καλημερίζει τους «πελάτες» της [συνθέτες] και να πουλάει τα καινούργια της τραγούδια. Πολλές φορές ήτανε υπερβολική για το πόσα τραγούδια είχε γράψει και μάλιστα όταν έπεφτε σε αντιφάσεις, ως γάτα που ήτανε φρόντιζε με τρόπο να τα μπαλώνει πάντα...
Περαστικός και βιαστικός ο άλλος μεγάλος στιχουργός ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης με την τσάντα με τα τραγούδια του –εξ ου και το ψευδώνυμο Τσάντας-σύχναζε περισσότερο στο διπλανό μπαράκι του Μπάρμπα Γιάννη. Το μεσημέρι έφταναν στο μαγαζί αφού κοιμόντουσαν τα πρωινά, λόγω του νυχτοκάματου, ο Τσιτσάνης, ο Κηρομύτης ντυμένος στην πένα, ο Χιώτης, ο Στράτος ο Τεμπέλης. Κάνανε πρόβες το μεσημέρι στο πατάρι όπου είχε πολλές φορές και λαϊκό πρόγραμμα. Το μαγαζί έκλεινε γύρω στις 11 με 12 το βράδυ. Ο Μάριος μετέτρεπε το μπαράκι σε καμπαρέ όταν έφτανε στον Πειραιά ο 6ος στόλος με τους Αμερικάνους. Με μια μικρή ορχήστρα και με κύριο όργανο το σαξόφωνο οι ναύτες το γλεντούσαν μέχρι το πρωί και συνήθως μετά από φασαρίες τους μάζευε στο τέλος η Ναυτική Αστυνομία. Μεγάλη έκπληξη ήταν η παρουσία του Χατζιδάκι στο στέκι γύρω στα 1952-53-, θυμάται ο Βίρβος-, έπιανε ένα τραπεζάκι, έπινε το καφεδάκι του και χαιρετούσε τους μουσικούς με ένα νεύμα του χωρίς να μιλά».
Εντυπωσιακές και οι μαρτυρίες του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Γιάννη Σταματίου-Σπόρου, που έζησε το μπαράκι του Μάριου από τα παιδικά του χρόνια. Όταν με πήγε ο συνάδελφος μου ο Σπύρος ο Ευσταθίου, στον Μάριο φορούσα το καπέλο του γυμνασίου με την κουκουβάγια. Στο ένα χέρι τα βιβλία και στο άλλο το όργανο. Την είχα κάνει κοπάνα και θυμάμαι ότι ο πατέρας μου μού έδωσε ένα χέρι ξύλο, για πρώτη και τελευταία φορά. Στο μπαράκι αυτό βαφτίστηκα μπουζουξής. Έγινα μάρτυρας μιας γερής κόντρας ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Χιώτη .Λέει ο Βλάχος στον Χιώτη με την γνωστή προφορά του «Τι είναι αυτά που γράφεις τελευταία, όλο μάμπα, σουίνγκ και μοντέρνα..». Εκνευρίζεται ο Χιώτης και απαντά νευριασμένος στον Τσιτσάνη «ό,τι και να πεις, εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στην κιθάρα μου...» για να απαντήσει ο Τσιτσάνης» κι εγώ πάνω στο μπουζούκι μου...». Ο Χιώτης πεισμωμένος μέσα σε μια βδομάδα είχε έτοιμα δύο βαριά λαϊκά άσματα το «σύρε και φέρε τον παπά» και το «τι θέλεις μάνα δυστυχισμένη» που τα τραγούδησε ο Τάκης Μπίνης. Ο Χιώτης πήγε στου Μάριου με τον δίσκο και τον έβαλε αμέσως στο πικ απ του μαγαζιού, για να αποδείξει ότι μπορεί να γράψει τα πάντα...». Αυτές ήτανε συνηθισμένες κόντρες μεταξύ των μουσικών της εποχής και έτσι υπήρχε άμυλα δημιουργική προς όφελος τελικά του λαϊκού τραγουδιού».
Έξω από το μπαράκι έγινε και δολοφονική απόπειρα το 1953 όπως θυμάται ο Σταματίου γνωστοί νταήδες κάνανε σαματάδες στα νυχτερινά κέντρα, όπως ο Καλφακάκος, ο Κατσιμίχας, ο Πανολιάσκος, οι Καταλαναίοι κ.α. Ο Λαύκας μόνιμος πελάτης στον Μάριο, είχε μια κοκότα και μπαινόβγαινε μαζί της στο μπαράκι. Ένας από τους νταήδες ο Καλφακάκος ενοχλούσε το ζευγάρι και ο Λαύκας αγανακτισμένος ένα απόγευμα έρχεται στο μαγαζί οπλισμένος. Όταν τον πλησιάζει ο Καλφακάκος τότε βγάζει το όπλο και πυροβολεί. Ο νταής προλαβαίνει και κρύβεται κάτω από το τραπέζι. Ο Λαύκας έντρομος πηγαίνει στο τμήμα στην Ομόνοια και αναφέρει πως είναι ο συνθέτης και πριν από λίγο σκότωσε τον Καλφακάκο. Μετά από λίγο πηγαίνει στο τμήμα και το θύμα γελώντας... κάπως έτσι έληξε εκείνο το επεισόδιο δολοφονίας στου Μάριου.Στο πατάρι του Μάριου ο Χιώτης βάφτισε σπόρο τον Σταματίου.
Στο θρυλικό μπαράκι του Δαλέζιου τα ονόματα που πέρασαν από εκεί δεν έχουνε τελειωμό. Από το 1946 μέχρι το 1962 στο στέκι του Μάριου, γράφτηκε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού . Αποδεικνύεται έτσι για μια ακόμη φορά πως ανέκαθεν, οι παρέες έγραφαν ιστορία...