Υποστηρίζει στην αίτηση ακύρωσης ότι οι επίμαχες εγκύκλιοι (από 1-8-2024 και από 29-10-2024) «για πρώτη φορά από την ισχύ του νόμου 4497/2017 με τη δήθεν προσπάθεια ερμηνείας του, έθεσαν για ένα ζήτημα ουσιώδους σημασίας, ρύθμιση που περιορίζει ουσιωδώς τη σημαντική δυνατότητα ασκήσεως του «δικαιώματος του εκλέγεσθαι» στα Επιμελητήρια».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι οι εγκύκλιοι, όπως σημειώνεται, «έθεσαν ανεπιτρέπτως ως προϋπόθεση της δυνατότητας του εκλέγεσθαι, τα φυσικά πρόσωπα που θέτουν υποψηφιότητα να έχουν διατελέσει μέλη του οικείου Επιμελητηρίου, ενώ ο νομοθέτης αναφέρεται χωρίς καμιά απολύτως προϋπόθεση (οικείου ή εν λόγω) σε μέλη που διετέλεσαν μέλη Επιμελητηρίου».
Δηλαδή, οι εγκύκλιοι «θέτουν χωρίς να αναφέρεται ρητά στον νόμο, ότι εκλόγιμοι είναι μόνο όσοι έχουν τα προσόντα του εκλογέα, αλλά και διετέλεσαν μέλη του οικείου Επιμελητηρίου, με αποτέλεσμα να εισάγεται ανεπιτρέπτως περιορισμός ασκήσεως του δικαιώματος του εκλέγεσθαι».
Αναφέρει, επίσης, ότι οι δύο εγκύκλιοι παραβιάζουν στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Όμως, παράλληλα, παραβιάζουν -όπως υποστηρίζεται- το άρθρο 5 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα του ανθρώπου να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, όπως επίσης παραβιάζεται και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, αλλά και η προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 25 του συνταγματικού χάρτη.