Αυτό δεν είναι οπαδική βία σε καμία περίπτωση. Δεν έχει καμία σχέση με τις ομάδες. Δεν αφορά ένα γκολ που μπήκε ή σε αισθήματα αγάπης και μίσους που προκύπτουν από το ποδόσφαιρο. Αυτό που έγινε στη Νέα Φιλαδέλφεια είναι καθαρά αποτέλεσμα μιας εγκληματικής δράσης…».
Αυτό υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, στην «Ε» ο πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) κ. Διονύσης Χιόνης, δικηγόρος Αρείου Πάγου με ειδίκευση στην Εγκληματολογία, μιλώντας με αφορμή το νέο περιστατικό που συγκλόνισε τη χώρα και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του 29χρονου Μιχάλη Κατσουρή. Όταν έρχεται, μάλιστα, να προστεθεί στη μακάβρια αυτή λίστα με θύματα νέα παιδιά, λίγο διάστημα μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη, φοβάται πως πλέον γίνεται μια νέα κανονικότητα και πως η συχνότητα με την οποία γίνεται η δολοφονική χρήση μαχαιριών τον τρομάζει ακόμα περισσότερο για το τι θα ακολουθήσει στο μέλλον. Υποστηρίζει, επίσης, πως το διαφορετικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε σχέση με άλλα ανάλογα περιστατικά που είτε είχαμε νεκρό είτε όχι, είναι πως για πρώτη φορά τα ηνία μιας επίθεσης τα ανέλαβαν αλλοδαποί στην Ελλάδα, με τους Έλληνες, όπως φαίνεται, να αναλαμβάνουν υποστηρικτικό ρόλο. Καταλήγει φυσικά πως για να μπει ένα φρένο σε όλο αυτό θα πρέπει να υπάρξει απόφαση της Πολιτείας για να ενεργήσει ουσιαστικά και άμεσα. Σε διαφορετική περίπτωση, όλο αυτό απλά θα συνεχίζεται…
Πιο αναλυτικά:
«Παγωμάρα. Αυτό ένιωσα τόσο εγώ όσο και άλλοι Έλληνες στο άκουσμα αυτής της είδησης. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως ζούμε μέσα σε διάστημα μικρού χρονικού διαστήματος την ίδια κατάσταση» περιγράφει το πώς επεξεργάστηκε τη νέα αυτήν είδηση με το άκουσμά της.
«Από τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη τελικά όχι μόνο δεν έχει αλλάξει κάτι, αλλά ίσα – ίσα τα πράγματα φαίνεται πως έχουν ξεφύγει. Γίνονται ακόμα χειρότερα» και αναφέρεται στη δύναμη της συχνότητας. «Είναι ανατριχιαστικό πως θα καλούμαστε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να λέμε τα ίδια πράγματα. Πιο παλιά δεν συνέβαινε αυτό. Ξεκίνησε από τη φωτοβολίδα που σκότωσε τον Μπλιώνα το 1986 στη Λάρισα και μέχρι την υπόθεση Φιλόπουλου τα επεισόδια αυτά ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η συχνότητα είναι τρομακτική».
Σε ερώτηση για το αν αυτή η πράξη πλέον ανήκει στο φάσμα της λεγόμενης οπαδικής βίας, απαντά ως εξής: «Δεν είναι οπαδική βία. Δεν έχει να κάνει με το οπαδικό όλο αυτό. Οι ομάδες είναι μια αφορμή και μια επίφαση να αποκτήσουν νόημα οι ενέργειές τους, στο δικό τους μυαλό. Το κάνουν δήθεν στο όνομα της ομάδας. Όλοι τάχα θεωρούνται διαφορετικοί και ακολουθούν μια ιδεολογία. Όλο αυτό είναι, όμως, ψεύτικο. Επίπλαστο. Εδώ τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Πρόκειται για μια εγκληματική δράση καθαρά. Δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με το αν χάνει η ομάδα ή όχι».
Την ώρα που ξεκινάει κάποιος από το μέρος του για τέτοιου είδους επεισόδια είναι αποφασισμένος να σκοτώσει ή του βγαίνει στην πορεία; Αυτό είναι ερώτημα στο οποίο απαντάει ως εξής: «Από τη στιγμή που πηγαίνεις με μαχαίρι είναι θέμα δευτερολέπτου η απόφαση. Είναι το θέμα πού θα χτυπήσει. Εκείνη την ώρα, όμως, γίνεται μάχη. Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν πως είναι σε πόλεμο. Άρα, το πιθανότερο είναι πως αποδέχονται και το ενδεχόμενο πως μπορεί να υπάρξει νεκρός», κάτι που έγινε στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Από τη στιγμή που καταγράφηκε αυτή η νέα δολοφονία οι συζητήσεις γύρω από το τι θα ακολουθήσει δίνουν και παίρνουν, με την ΟΥΕΦΑ να συνεχίζει κανονικά τον ορισμό των αγώνων. «Το αίμα φέρνει αίμα» σημειώνει ο κ. Χιόνης και φοβάται πως πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο «να υπάρξουν αντίποινα, καθώς ο κύκλος του αίματος δεν κλείνει με ευχές. Όσο δεν μπαίνει φρένο από την Πολιτεία, δεν θα δοθεί λύση» κάνοντας λόγο για γενναίες αποφάσεις, νόμους και πράξεις που θα εφαρμοστούν και θα υλοποιηθούν αντίστοιχα.
Τα τελευταία χρόνια, ειδικά στον χώρο του ποδοσφαίρου, παρατηρούνται «αδελφοποιήσεις» οπαδών από άλλες χώρες. Αυτό συμβαίνει και με οπαδούς ελληνικών ομάδων. Μάλιστα, δεν λείπουν και οι μετακινήσεις σε μεγάλα αγωνιστικά ραντεβού για αλληλοϋποστήριξη.
«Δεν είναι, όμως, οι αγώνες το πρόβλημα. Είναι και τα επεισόδια. Το διαφορετικό στοιχείο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως τον βασικό ρόλο τον είχαν οι αλλοδαποί και όχι οι ντόπιοι. Δηλαδή τα προηγούμενα χρόνια μαθαίναμε πως τον βασικό ρόλο τον είχαν Έλληνες και συμπληρωματικοί ήταν οι αλλοδαποί. Τώρα μάθαμε πως τον βασικό ρόλο τον είχαν οι Κροάτες και οι Έλληνες ήταν οι βοηθητικοί».
Εν κατακλείδι, σημειώνει πως πίσω απ’ όλο αυτό και πίσω από το ποδόσφαιρο κρύβεται ένα εκρηκτικό μείγμα που δημιουργεί καταστάσεις με τις οποίες θα ασχοληθεί το Κέντρο Μελέτης Εγκλήματος, καθώς, όπως λέει, οι έρευνες για τέτοιου είδους φαινόμενα έχουν γίνει κατά το παρελθόν, αλλά η ραγδαία εξέλιξή τους δείχνει πως χρειάζεται να επικαιροποιηθούν άμεσα.
*Το Κέντρο Μελέτης Εγκλήματος είναι ένας ανεξάρτητος επιστημονικός φορέας ο οποίος ασχολείται με θέματα που αφορούν την εγκληματολογία και το εγκληματικό φαινόμενο γενικώς. Σ’ αυτόν συμμετέχουν άνθρωποι που έχουν εξειδίκευση στην εγκληματολογία από διάφορα πεδία, νομικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά, δικαστική ψυχολογία, αλλά και άνθρωποι που ενδιαφέρονται να μάθουν πράγματα για το φαινόμενο, είτε είναι φοιτητές είτε άνθρωποι που έχουν σπουδές και δεν άπτονται του αντικειμένου και θέλουν να συμμετέχουν στις δράσεις του.