Η εργατιά μεγάλη, μα και η ξενιτιά, αφού πολλοί δεξιοτέχνες εγκατέλειπαν τα χωριά τους αφήνοντας πίσω τους οικογένειες, για να βρουν καλύτερη τύχη σε μεγαλύτερους πληθυσμιακά τόπους. Οι πρωτομάστορες με ελάχιστα εργαλεία που διέθεταν ήταν εκείνοι που πυροδότησαν την αγοραστική κίνηση και, σταδιακά, την ανάπτυξη μιας αστικής περιοχής.
Είμαστε στη Λάρισα του 1870. Στην –εντελώς διαφορετική τότε- οδό Ανδρούτσου ιδρύεται το πρώτο μαγαζί από την οικογένεια Ιωαννίδη. Τα παλιά Καζαντζίδικα γράφουν τη δική τους πολύχρονη ιστορία. Έναν και πλέον αιώνα μετά το μαγαζί του Ιωαννίδη είναι ακόμη εδώ. Το 1997 μάλιστα βραβεύεται με αργυρό μετάλλιο από τον Εμπορικό Σύλλογο Λάρισας για την επιχειρηματική του συμβολή στο εμπόριο της πόλης.
Τα καταστήματα, που ήταν ταυτόχρονα και εργαστήρια οικιακών σκευών, αριθμούσαν έξι με επτά χαλκουργούς οι οποίοι τα διατηρούσαν στα σημερινά πια Παλιατζίδικα. Οι ήχοι από σφυρηλατίσματα έφταναν ως τα αυτιά των περαστικών, τα καμίνια έπαιρναν φωτιά για να φτιάξουν τα χάλκινα είδη. Και μετά καζάνια, γκιούμια, ταψιά, μπακράτσια, όλα να πάρουν τη θέση που τους ανήκε στη βιτρίνα, ώστε να χτυπάνε στο μάτι των πελατών. Άλλοι πάλι ετοίμαζαν την πραμάτεια τους για να την πουλήσουν στα παζάρια της εποχής.
Υπήρχαν όμως και εκείνοι που περίμεναν να περάσουν από τα σπίτια τους οι χαλκουργοί και να μαζέψουν σκεύη που έχρηζαν επισκευής ή συντήρησης, κάτι που γινόταν συνήθως σε περιόδους προετοιμασιών γάμου. Η λαϊκή τέχνη ήταν πάντα συνυφασμένη με την παράδοση, ενώ αντικείμενά της στόλιζαν το νοικοκυριό κάθε υποψήφιας νύφης.
Στο πάντα στενό δρομάκι της Ανδρούτσου απλώνονταν, σε ράφια και σε πάγκους, κάθε λογίς σκεύη, τόσο αναγκαία στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η ζήτηση στην αγορά κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος και οι πωλήσεις πλήθαιναν χρόνο με τον χρόνο. Από κάθε άκρη της επαρχίας, επισκέπτες αλλά και ντόπιοι, περνούσαν πρώτα από τα Καζαντζίδικα.
Τα βιοτεχνικά όμως είδη δεν άφησαν πολλά περιθώρια κέρδους στο επάγγελμα της χαλκουργίας. Ενώ η εξέλιξη στην κουζίνα έβαλε το αλουμίνιο και τις εμαγιέ κατσαρόλες στη θέση των μπρούτζινων.
Δύο αδελφές, απόγονοι της οικογένειας Ιωαννίδη, εξιστορούν στην «Ε» πράγματα που άκουσαν αλλά και οι ίδιες έζησαν σε ένα επαγγελματικό περιβάλλον με μακρά ιστορία. Πριν από μερικές δεκαετίες τα Καζαντζίδικα μετονομάστηκαν σε Παλιατζίδικα, από τα μεταχειρισμένα ρούχα που αγόραζαν οι έμποροι. Όπως αναφέρει η κ. Μαργαρίτα Ιωαννίδη, από το 1950 τα είδη ρουχισμού είχαν την τιμητική τους. Στις κρεμάστρες έβλεπες, σακάκια, παντελόνια, μπουφάν, ακόμη και μποτάκια, ό,τι χρειαζόταν δηλαδή ένας άνθρωπος για να ντυθεί.
Τα Παλιατζίδικα έγιναν ξακουστά σε όλες τις γύρω περιοχές. Εργάτες, οικοδόμοι, φαντάροι γνώριζαν καλά από πού θα κάνουν τα ψώνια τους.
Η χαλκουργία, που γνώρισε εποχές αίγλης, σιγά- σιγά «ξεθώριασε». Γι' αρκετά χρόνια, εξιστορεί η κ. Ιωαννίδη, το εργαστήριο είχε δύο όψεις: στο πίσω μέρος του μαγαζιού γάνωναν και στο μπροστινό τμήμα υπήρχαν τα ενδύματα. Οπότε ο μάστορας, όταν άκουγε τη φωνή ενός πελάτη, αμέσως έτρεχε έξω για να τον εξυπηρετήσει και να τον δελεάσει με τις τιμές.
Όσο περνούσαν τα χρόνια οι καταστηματάρχες ανανέωναν το εμπόρευμά τους με καινούργια ενδύματα. Το γνωστό πέρασμα στην οδό Ανδρούτσου δεν εξυπηρετούσε πια μόνο την αγροτική τάξη και τους Ελληνες, καθώς αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο και για τους τουρίστες. Σέρβοι, Βούλγαροι, κάτι θα αγόραζαν στο ταξίδι τους στην Ελλάδα. Η τουριστική κίνηση όμως δεν διήρκεσε για καιρό. Όπως εξηγεί η κυρία Μαργαρίτα, οι εποχές άλλαξαν, οι πωλήσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, η κρίση δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα Παλιατζίδικα. Παρ' όλ' αυτά πιστεύει πως αν υπάρξουν κίνητρα προστασίας και ανάπτυξης στην κλειστή αγορά, τα Παλιατζίδικα θα βρουν ξανά τον βηματισμό τους και τη θέση που τους αρμόζει.
Βασιλική Πούλιου